Αποκάλυψη του Ιωάννη

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ

Ερώτηση 1 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 0 βαθμοί) 

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

Είναι γνωστό ότι η Αποκάλυψη είναι το βιβλίο το οποίο εντάχθηκε στον Κανόνα (Κατάλογο των βιβλίων της Κ.Δ.) ένεκα της αλλά και της παρερμηνείας και δεν μέχρι σήμερα μαζί με το στην Λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αποτελεί, όμως, το πιο ανάγνωσμα αλλά και πηγή έμπνευσης για ποιητές, αλλά και «μετά Χριστόν προφήτες». Οι πολύχρωμοι ιππείς, ο Άψινθος, ο Αρμαγεδών, η τριάδα (Δράκος, Θηρίο εκ της -αβύσσου και Θηρίο εκ της ) και οι τρεις (η Μητέρα, η , η ) που δεσπόζουν στον πυρήνα της Αποκ. και κυρίως ο και το χξς εξάπτουν μέχρι σήμερα τη φαντασία αλλά και προκαλούν την απορία . Το παράδοξο είναι ότι το αίσθημα το οποίο σε κάθε περίπτωση διεγείρεται από την ανάγνωση της Αποκ. είναι ο δουλικός και όχι η αν και στον ίδιο τον πυρήνα αυτού του βιβλίου δεσπόζει και μάλιστα του αγγέλου: Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον πετόμενον ἐν μεσουρανήματι, ἔχοντα εὐαγγέλιον αἰώνιον εὐαγγελίσαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πᾶν ἔθνος καὶ καὶ γλῶσσαν καὶ λαόν, λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ τὸν Θεὸν καὶ δότε Αὐτῷ , ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς αὐτοῦ, καὶ προσκυνήσατε τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ θάλασσαν καὶ πηγὰς ὑδάτων (14, 6-7). Αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότεροι μελετητές της Αποκ. λησμονούν τρία βασικά στοιχεία: Η Αποκ. εντάσσεται αρμονικά σε ολόκληρο τον της Κ.Δ. και γενικότερα της Αγίας Γραφής, την οποία και κατακλείει. Αυτό το γεγονός προϋποθέτει την με όλα τα βιβλία τα οποία προηγούνται και αποτυπώνουν τη μία πίστη των προφητών, των αποστόλων, των μαρτύρων. Ο συγγραφέας της Αποκ. και οι πρώτοι καταδιωκόμενοι από τη ρωμαïκή Ειρήνη αποδέκτες της δε γνώριζαν απλώς από τα ιερά «» (πρβλ. Β’ Τιμ. 3, 15), αλλά ήταν καρδιακά κυριολεκτικά συντονισμένοι στη «» της Γραφής και ιδίως της Προφητείας. Είναι θαυμαστή έτσι η συνάφεια (διακειμενικότητα) της Αποκ. με τα υπόλοιπα βιβλία της Α.Γ. έστω κι αν η ίδια πάντα άμεσα σε αυτά (τα κείμενα) που γράφτηκαν αιώνες πριν αυτήν. Αν και ο συγγραφέας της δεν προόριζε το βιβλίο του να τη Βίβλο, εντούτοις με θαυμαστό τρόπο ιδίως η επτάδα των επιστολών και ο Επίλογός της κυριολεκτικά ανακυκλώνουν και εν τέλει αποκαθιστούν τη διασπασθείσα αρχέγονη αρμονία Θεού, κόσμου και ανθρώπου, όπως αυτή περιγράφεται στα 11 πρώτα κεφάλαια της : ἰδοὺ ἡ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾽ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαοὶ Αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾽ αὐτῶν ἔσται , καὶ ἐξαλείψει πᾶν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ οὐκ ἔσται ἔτι οὔτε οὔτε οὔτε οὐκ ἔσται ἔτι, τὰ πρῶτα ἀπῆλθαν. Καὶ εἶπεν ὁ Καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ• ἰδοὺ Καινὰ ποιῶ πάντα (21, 3-5) . Ολόκληρο το Δράμα της Αποκ. και ιδίως οι τρεις επτάδες των συμφορών που οδηγούν προοδευτικά στην ανακαίνιση του διεφθαρμένου από την αμαρτία Κόσμου, κυριολεκτικά ζωγραφίζονται πάνω στον καμβά της , η οποία δεν περιγράφεται μόνο στο ομώνυμο βιβλίο αλλά συνέχει ολόκληρη τη Βίβλο. Είναι χαρακτηριστική η πρόσκληση μετά την ολοκλήρωση των συμφορών: ἐξέλθατε ὁ ἐξ αὐτῆς ἵνα μὴ ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἐκ τῶν αὐτῆς ἵνα μὴ λάβητε (18, 4) . Στο ίδιο βιβλίο επίσης «αναμεταδίδονται» με οικουμενική πλέον προοπτική και εκπληρώνονται πολλά από εκείνα τα οποία είδαν και έγραψαν οραματιστές, εξόριστοι από την Αγία Γη, Προφήτες όπως ο , ο Δανιήλ και ο . Ο επίλογος ολόκληρου του βιβλίου, το τολμηρό ] Κύριε Ἰησοῦ (πρβλ. ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου της Κυριακής Προσευχής), βρίσκεται σε παραλληλισμό προς το Φύγε του Άσματος Ασμάτων, που απηχείται και στο τέλος των Επτά Επιστολών με τον Ιησού που κρούει τη και προσκαλεί σε γεύμα. Η Νύμφη, μετά την που έχει υποστεί από την ακρόαση των Επτά Επιστολών, την της στον Επουράνιο Ναό-Παλάτι και την εμπειρία των τριών κλιμακούμενων επτάδων είναι έτοιμη να γευθεί τους γάμους τόσο στο πλαίσιο της θείας Ευχαριστίας όσο και στον ορίζοντα της Δευτέρας Παρουσίας. Ακριβώς με το έρχου που ακούγεται στο φινάλε της Αποκ. εντοπίζεται το δεύτερο σημείο το οποίο παραθεωρείται από τους περισσότερους μελετητές: Η συνάφεια της Αποκ. όχι μόνο με τη Γραφή, αλλά με το γεγονός (event) της θείας , όπου και βιώνεται η Γραφή. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία έζησε και χωρίς την Κ.Δ. Δεν έζησε όμως ποτέ πρώτον χωρίς τη θεία και δεύτερον χωρίς την Π.Δ. Το τελευταίο βιβλίο της Κ.Δ. αυτοχαρακτηρίζεται ως (1, 3. 22, 7), την οποία απέστειλε ο δούλος του Θεού Ιωάννης σε επτά μικρασιατικές , κατ’ ουσίαν όμως σε όλη την Εκκλησία. Αυτήν την προφητεία εμπνεύσθηκε στην ο Ιωάννης όπως ο ίδιος επισημαίνει στην Εισαγωγή, την ημέρα, την κατεξοχήν ημέρα της Αναφοράς της θείας Λειτουργίας. Αυτή η προφητεία λαμβάνει τη μορφή επιστολής προκειμένου (εκτός των άλλων) να αναγνωσθεί στη λατρευτική σύναξη προφανώς στη θέση των των αποστόλων. Έτσι στην Εισαγωγή της μακαρίζεται ο ένας , ο οποίος ήταν πιθανότατα και προφήτης, και οι πολλοί ακούοντες αλλά και , γεγονός που προϋποθέτει όχι ιδιωτική κατά μόνας ανάγνωση αλλά δημόσια ακρόαση στο πλαίσιο μιας , που βιώνει λειτουργικά και την αναφορά της τοπικά στο επουράνιο θυσιαστήριο αλλά και τον των γεγονότων του Σταυρού, του Τάφου και της Δευτέρας Παρουσίας (λατρευτική εσχατολογία) . Ο ρόλος που διαδραματίζει η θεία Λειτουργία, στην οποία συμμετέχει η Εκκλησία αλλά και το Σύμπαν ολάκερο στο τέλος (δηλ. στην τελείωση) των πάντων είναι κρίσιμος και καθοριστικός. Ανάμεσα στις επτάδες των επιστολών, των σφραγίδων, των σαλπίγγων και των φιαλών παρεμβάλλονται σκηνές επουράνιας λατρείας και συμφωνίας με σκοπό όχι απλώς να την αγωνία του ακροατή (Intermezzo), αλλά προκειμένου από μία διαφορετική οπτική της Ιστορίας (sub specie aeternitatae) να καταδείξουν τις συμπαντικές κοσμογονικές επιπτώσεις που έχει η Ευχαριστία των «ταπεινών και καταφρονεμένων» Χριστιανών. Ήδη από τα παραπάνω κατέστη σαφές ότι χωρίς την εμπειρία της Θείας Ευχαριστίας και της ακοής-τήρησης (υπακοής) των Γραφών κατεξοχήν στο λειτουργικό πλαίσιο κανείς δε μπορεί να κατανοήσει την Αποκ. γιατί δε μπορεί εκ των άλλων να «κοινωνήσει» το πνεύμα του συγγραφέα και των αποδεκτών της. Είναι εκπληκτικό ότι τις δύο αυτές προϋποθέσεις τις ζητά με δραματικό ποιητικό τρόπο ίδιο το κείμενο της Αποκ. Μετά από μία καταπληκτική περιγραφή του Επουράνιου Ναού όπου δεσπόζει ο Καθήμενος επί του Θρόνου, ο οποίος δεν κατονομάζεται αλλά περιγράφεται με τη λάμψη πολύτιμων λίθων, και της λατρείας που αναπέμπεται από τους 24 πρεσβυτέρους και τα τέσσερα ζώα, εμφανίζεται στη δεξιά του Κυρίου το επτασφράγιστο βιβλίο το οποίο συνδέεται άρρηκτα και με την Προφητεία αλλά και με την εκπλήρωσή της στα τελικά Έσχατα. Κανείς δεν είναι ικανός ούτε να το ανοίξει ούτε καν να δει το βιβλίο γεγονός που προκαλεί το θρήνο του Ορώντος. Μόνο το εσφαγμένο αλλά δοξασμένο Αρνίο στο πλαίσιο της επουράνιας Λειτουργίας, όπως αυτή περιγράφεται με καταιγισμό χρωμάτων και κρεσέντο μελωδιών (Δοξολογιών και Αναφωνήσεων-Άξιος) στα κεφ. 4-5.

Ερώτηση 2 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 0 βαθμοί) 

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ (Νο 2)

Ένα τρίτο στοιχείο, το οποίο πρέπει κάθε μελετητής να έχει υπόψη του είναι ότι δε μπορεί να ερμηνεύει χωρία ή περικοπές της Αποκ. αποκομμένα από το Σώμα του κειμένου. Και εδώ είναι χρήσιμες δύο παρατηρήσεις: Πρώτον: ο τίτλος , ο οποίος εκ των υστέρων δόθηκε στο βιβλίο (2ος αι. μ.Χ.), δεν εκφράζει απόλυτα το του. Είναι γνωστό ότι ιδίως στα χρόνια του Ιωάννη κυκλοφορούνταν τα λεγόμενα μέχρι σήμερα «» αποκαλυπτικά βιβλία, τα οποία ήταν (πρβλ. βιβλία , Έσδρα). Απευθύνονταν σε έναν «» εκλεκτό κύκλο «» (ελίτ) χρησιμοποιώντας προφητείες γεγονότων (vaticinia ex eventu) προκειμένου να επιβεβαιώσουν το επικείμενο τέλος αυτού του αιώνα {). Σε αυτά κυριαρχεί ο και απόλυτος προορισμός. Σε αντίθεση προς αυτά (τα βιβλία), το τελευταίο βιβλίο της Κ.Δ. παραδίδει το όνομα του τελικού συγγραφέως χωρίς τίτλους παρά μόνο με το χαρακτηρισμό ὁ ὑμῶν καὶ ἐν τῇ θλίψει καὶ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ (1, 1.9). Απευθύνεται σε ολόκληρη τη και αυτοχαρακτηρίζεται ως Βιβλίο , το οποίο μάλιστα δεν πρέπει να (22, 10 πρβλ. 10, 8). Κάθε γνήσια προφητεία κάθε δηλ. λόγος που εκφωνείται εν του προσωπικού Θεού της και της αγάπης δεν αποσκοπεί κατεξοχήν στην αποκρυπτογράφηση του που ανήκει αποκλειστικά σε Αυτόν, αλλά στη καταρχάς του ίδιου του λαού του Θεού και κατά δεύτερον στη , το φωτισμό της . Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο . Ο Θεός προτιμά να αποδειχθεί ο προφήτης του ψεύστης, παρά να καταστραφεί η πόλις η , η Νινευί, η οποία ακούγοντας το εσχατολογικό κήρυγμά του επιδεικνύει στην οποία συμμετέχουν και τα κτήνη. Σημειωτέον ότι ο όρος , στην Κ.Δ. δεν αφορά κατεξοχήν σε κάποιο τρομακτικό γεγονός του κόσμου ούτε σε κάποια εμπειρία των υπερκοσμίων, αλλά σχετίζεται με την ήδη στα τέλη των αιώνων στο και τώρα παγκόσμια φανέρωση του προαιώνιου σχεδίου της του κόσμου διά της , της και της του Ιησού Χριστού. Αυτό το γεγονός σήμανε την των εσχάτων στο τραγικό «εδώ και τώρα» . Ο όρος τέλος επίσης δε σημαίνει την επιστροφή στο αρχέγονο αλλά την , την ανακαίνιση του Κόσμου. O κατά την παράδοση παρθένος Ιωάννης κατακλείει την Αποκ. με ένα και μια καινούργια (όχι με την έλευση του χαμένου Παραδείσου). Ο όρος , σύμφωνα με τον π. Γ. Φλωρόφσκυ, δε σημαίνει κατεξοχήν το τελικό στη χρονική σειρά των γεγονότων αλλά το , το αποφασιστικό το , το οποίο έχει ήδη εισβάλει στην Ιστορία και δεν είναι ένα σημείο αλλά είναι Πρόσωπο, είναι ο και αναστημένος Ι. Χριστός, ο οποίος ως Α και Ω, ο Κύριος, ο Θεός, ο παντοκράτωρ κρατά στα χέρια του την πορεία Ιστορίας. Τα έσχατα άρα στην Εκκλησία έχουν . Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τη δεύτερη επτάδα των σαλπίγγων και ενώ ο ισχυρός άγγελος έχει διακηρύξει ότι ἐτελέσθη τὸ τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισεν τοὺς ἑαυτοῦ δούλους τοὺς προφήτας (10, 7), στον Ουρανό εκτυλίσσεται μία μεταξύ της εγκύου Γυναίκας που γεννά τελικά τον Μεσσία και του Δράκοντα, η οποία ανήκει ήδη στο παρελθόν. Δεύτερον: Σύμφωνα με το δύσκολο ερμηνευτικά στίχο 19, 10, η Αποκ. ως προφητεία αποτελεί του Ιησού. Δεν πρόκειται συνεπώς για αποκάλυψη ή μάλλον του Ιωάννη, αλλά για αποκάλυψη του Ι.Χριστού. Ο ίδιος ο Ι. Χριστός αυτοχαρακτηρίζεται ως ο ο πιστός (1, 5. 3, 14) ως δηλ. το Πρόσωπο εκείνο, το οποίο στην επίγεια ζωή του κατέθεσε τη μαρτυρία Του στον κόσμο, την οποία υπέγραψε με το Του αλλά και την Ανάστασή Του. Αναστημένος πλέον συνεχίζει να είναι μάρτυρας της ιδιαίτερα προς τις Εκκλησίες Του (όπως διαπιστώνει κανείς στις Επτά Επιστολές της ίδιας της Αποκ) αλλά και προς όλον τον κόσμο. Παράλληλα, όμως, η Αποκ. αποτελεί και αποκάλυψη- του ιδίου του Ι. Χριστού και μάλιστα με εικόνες όχι απολύτως συμβατές με αυτές που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές. Άρα η γενική του Ιησού μπορεί να αποδοθεί και ως . Ενώ ο Θεός δεν κατονομάζεται αλλά περιγράφεται με τη λάμψη πολύτιμων στο κεφ. 4, ο Ιησούς ήδη στην Εισαγωγή (κεφ. 1) προβάλλει ως ο Παλαιός των Ημερών και ο απόλυτος παντοκράτορας -Καίσαρ και Αρχιερέας (Pontifex Maximus). Επειδή αυτή η Εικόνα είναι ασύμβατη με τη μορφή του «ωραίου κάλλει» Ναζωραίου, προκαλεί (soc) ιδίως σε εκείνους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι διά των Μυστηρίων έχουν ήδη κληρονομήσει τη Βασιλεία. Ο ίδιος ο Ιωάννης (Yohanan=ο Γιαχβέ είναι ελεήμων) πέφτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκεν τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπ᾽ ἐμὲ λέγων• μὴ • ἐγώ εἰμι ὁ Πρῶτος καὶ ὁ Ἔσχατος καὶ ὁ ζῶν (1, 17-18). Με αυτή την Εικόνα εισάγεται ειδικότερα η Επτάδα των , όπου δίκην επωδού ακούγεται η υπόσχεση: ο (και όχι ο νικήσας) κληρονομήσει (σε μέλλοντα). Στο κεφ. 5, στην εισαγωγή του δράματος και ενώ ανακοινώνεται η έλευση ενός , στον Επουράνιο Ναό-Παλάτι πραγματοποιείται η Μεγάλη Είσοδος ενός εσφαγμένου Αρνίου, το οποίο αναλαμβάνει να ανοίξει το βιβλίο και να τελειώσει το εσχατολογικό . Στο κεφ. 19 εμφανίζεται πλέον ο Κύριος των Κυρίων και Βασιλεύς των Βασιλέων ως έφιππος -Νυμφίος . Ακολουθεί η πρόσκληση σε ένα μακάβριο δείπνο και ο προσδιορισμός των καλεσμένων στο γάμο. Ταυτόχρονα με την αποκάλυψη του Χριστού κατεξοχήν ως Αρνίου αλλά και της Εκκλησίας ως Μητέρας-Νύμφης, τελεσιουργείται και η Αποκάλυψη του Αντι-Χρίστου Πλανητάρχη ως Θηρίου αλλά και της Pax ως που επιβαίνει στο θηρίο και σε πολλά και μεθά από το αίμα των μαρτύρων που αντιστέκονται σε αυτήν. Το ζητούμενο για την Εκκλησία δεν είναι να αποκρυπτογραφήσει το 666 ούτε να προσδιορίσει σε ποια επτάδα ή κλίμακα βρίσκεται το εσχατολογικό . Γι’αυτό άλλωστε ο Ιωάννης ‘΄ το Χριστό αλλά και τον Αντίχριστο με σουρεαλιστικές εικόνες, προκειμένου να προσκαλέσει τους χριστιανούς σε , σε έξοδο από τη που προσφέρει η κάθε Βαβυλώνα . Η Αποκ. ως μαρτυρία του Ιησού προσκαλεί την Εκκλησία να συνεχίσει το έργο, το οποίο επιτέλεσε ο Διδάσκαλός της στη γη. να καταθέσει δηλ. τη μαρτυρία της στον ειδωλολατρικό κόσμο, πραγματοποιώντας η ίδια μια νέα από την περιοχή, όπου βασιλεύει ο Δράκοντας και τα όργανά του, προς τη Γη της Επαγγελίας, την , χύνοντας το αίμα της χάριν των εχθρών της. Είναι ένα προφητικό βιβλίο, το οποίο απευθύνει στην Εκκλησία μια επείγουσα , ένα μανιφέστο, για προφητική δράση. Στο κεφ. 10 ο Ιωάννης καλείται να προφητεύσει και πάλι ἐπὶ καὶ ἔθνεσιν καὶ καὶ βασιλεῦσιν πολλοῖς (στ. 11). Όπως παραβολικά-‘πνευματικά’ περιγράφει η ενότητα 11, 3-13, η Εκκλησία καλείται να επιτελέσει το έργο, το οποίο επιτέλεσαν οι προφήτες και , και να ευαγγελιστεί το κήρυγμα της μετανοίας σε όλον τον κόσμο. Δεν εξουσιοδοτούνται οι χριστιανοί να κατεβάσουν πυρ εκ του ουρανού, όπως έκανε κάποτε ο Θεσβίτης και να δολοφονήσουν τους «ιερείς της αισχύνης» (Γ' Βασ. 18, 38). Το ιερό αγιοπνευματικό πυρ εκπορεύεται στη χριστιανική Εκκλησία μόνον δια του της και δεν επιφέρει το θάνατο των αμαρτωλών αλλά την εξευτελιστική σφαγή των ίδιων των μαρτύρων της από το αβυσσαλέο Θηρίο (11, 7-16). Το θαυμαστό είναι ότι διά της θυσίας και της των μαρτύρων επιτυγχάνεται, αυτό το οποίο διά των πληγών των δεν επιτεύχθηκε. η . Ενώ οι προφήτες πίστευαν ότι μόνον το 1/10 του Ισραήλ θα σωθεί (Αμ. 5, 3. πρβλ. Ησ. 6,13), ο Ιωάννης σημειώνει ότι μόνον το 1/10 θα καταστραφεί. Ενώ στην εποχή του προφ. Ηλία μόνον 7.000 δεν 'έκλιναν ' στον Βάαλ (Γ’ Βασ.19, 14-18. πρβλ. Ρωμ.11,2-5) και σώθηκαν, στην Αποκ. μόνον 7.000 τιμωρούνται. Το εκλεκτό "λείμμα" δεν είναι το 1/10, αλλά τα των Ισραηλιτών, οι οποίοι τελικά δοξολογούν τον "Θεό του ουρανού" (11,13). Το ιδιάζον βέβαια χαρακτηριστικό της Αποκ., που εξάγεται από την καταπληκτική δομή της, είναι ότι ξεπερνά τα πλαίσια μιας απλής προφητείας. Ο Ιωάννης δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τεχνικές, οι οποίες χρησιμοποιούνταν στις Τραγωδίες, που ανεβάζονταν στο μεγάλο της Εφέσου και των λοιπών μικρασιατικών πόλεων. Είναι οι τεχνικές της κλιμάκωσης της , της εκτόνωσης και της τελικής κάθαρσης. Η σύγκρουση των δυνάμεων του Φωτός με τις δυνάμεις του Σκότους κορυφώνεται έντεχνα στα κεφ. 12-13, στο κέντρο δηλ. της Αποκ. και δεν καταλήγει καταρχάς στο , αλλά στην ήττα των πιστών στον Θεό και το Αρνίο από τους πιστούς στο Δράκοντα και στο Θηρίο. Η Σταύρωση και η Ανάσταση του Ι. Χριστού, ενώ φέρνουν την αγαλλίαση στους ουρανούς, σκορπίζουν τον απεινή διωγμό των μαρτύρων του στη γη. Οι χριστιανοί όλων των εποχών βιώνουν εσωτερικά τη σύγκρουση μεταξύ των υποσχέσεων περί της ήδη Βασιλείας του Θεού και της οδυνηρής πραγματικότητας της , των διωγμών, της απομόνωσης από το κοινωνικό περιβάλλον τους αλλά και της μη πραγματο¬ποίησης της οσονούπω αναμενόμενης Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου τους. Η κάθαρση επιτυγχάνεται στο τέλος της Αποκ. με τη συντριβή των αντιθέων δυνάμεων και την της Καινής , η οποία (και αυτό είναι χαρακτηριστικό) συμπλέκεται με την αποκορύφωση της Επίγειας Λατρείας. Σε αυτό το τέλος η οργή του Θεού ξεσπά κατεξοχήν στην σατανική τριάδα και σε αυτούς που διαφθείρουν τη γη, η οποία προοδευτικά απελευθερώνεται από τη δυναστεία τους. Η Αποκ. μεταφέρει έτσι τον ακροατή της χρονικά και τοπικά στον επουράνιο εσχατολογικό κόσμο, με σκοπό όχι την ψευδαισθησιακή του δραπέτευση από ένα κόσμο άκοσμο και καταπιεστικό, αλλά την πραγματική και αληθινή θεώρηση του παρόντος κόσμου από το πρίσμα της αιωνιότητας. Με τις επτάδες, τον αντιθετικό παραλληλισμό, τα πολυσήμαντα σύμβολα και γενικότερα την αρμονική δομή της, η Αποκ. αρπάζει τον ακροατή-αναγνώστη της από τη γη και τον μεταφέρει στον ουρανό. Τον καθιστά μέτοχο και κοινωνό της Επουράνιας Λατρείας, και από εκεί του επιτρέπει να δει την πορεία του Κόσμου από μία πανοραμική οπτική γωνία. Ο ακροατής/αναγνώστης, έχοντας πλέον επίγνωση των δυνάμεων, οι οποίες κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα της Ιστορίας και αποκτώντας την ουράνια μακροσκοπική επιθεώρηση της πραγματικότητας, αφήνεται να προσγειωθεί πάλι στον παρόντα κόσμο για να συνεχίσει με θάρρος τον αγώνα για τη νίκη.