Ερώτηση 2 : Ο Ιουδαιορωμαϊκός Πόλεμος και οι συνέπειές του
Το Μάη του μ.Χ. ξέσπασε ο πόλεμος, που είχε ήδη προ καιρού αρχίσει να διαφαίνεται με πολυάριθμες συγκρούσεις, επανάσταση και αντίσταση. Ο τελευταίος έπαρχος Gessius (64-66) με την σκληρή, συχνά παράλογη διακυβέρνηση, συνεισέφερε και αυτός καθοριστικά στην εξέγερση. Θα γίνει αναφορά στην τύχη των Ναζαρηνών της πόλης ανακαλώντας στη μνήμη τη γενική ροή των πραγμάτων, που μπορούμε να εξιχνιάσουμε από την Ιστορία του Ιουδαϊκού Πολέμου του Φλάβιου Ιώσηπου, ο οποίος συμμετείχε άμεσα σε αυτόν και πέτυχε και να σωθεί αλλά και να κερδίσει υπόληψη στους Ρωμαίους. Το έργο του πρέπει όμως να μελετάται με κριτική διάθεση.
Από την ιουδαϊκή πλευρά, το κόμμα των ήταν εκείνη η δύναμη που είχε αναλάβει ηγεμονικό ρόλο και κινητοποιούσε τα πλήθη. Σύμφωνα με την παρουσίαση του Ιωσήπου, σε αυτό το κίνημα ανήκαν τα και κατώτατα στρώματα του λαού. Αυτοί αντιδρούσαν στη στάση των Σαδδουκαίων και Αρχιερέων οι οποίοι ήταν έτοιμοι να διαπραγματευτούν με τους κατακτητές. Η εξέλιξη ήταν τα αδιάλλακτα πλέον μέτωπα και οι αυξανόμενες απώλειες εκ μέρους των Ιουδαίων και Ρωμαίων να οδηγήσουν σε ένα σημείο όπου δεν υπήρχε επιστροφή και τα πράγματα ακολούθησαν τη ροή που τελικά είχαν.
Η ιουδαϊκή πλευρά είχε αδυνατήσει και εξασθενούσε συνεχώς μέσω της ασυμφωνίας και της διαίρεσης που επικρατούσε στους κόλπους της. Οι δύο ηγέτες των Ζηλωτών, ο από τα Γίσγαλα και ο Μπαρ-Γκιόρα ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον και . Ενίοτε προσετίθετο και ο Ελεάζαρος, ένας γιος του Σίμωνα. Στην Ιερουσαλήμ κυριαρχούσαν ξανά και ξανά συνθήκες σχεδόν σύρραξης οι οποίες έπαψαν όταν οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ. Πρέπει να μνημονευθεί η κατάπαυση του πυρός εκ μέρους των Ρωμαίων για έναν ολόκληρο , που υπαγορεύτηκε από τον θάνατο του αυτοκράτορα στις 9 Ιουνίου του 68 μ.Χ. Ο Ρωμαίος στρατηγός αναγορεύτηκε την 1η Ιουλίου του 69 μ.Χ. αυτοκράτορας και επέστρεψε στη Ρώμη αφού οι Γάλβας, Όθων και Βιτέλιος, που είχαν βασιλεύσει για περιορισμένο χρόνο στο μεσοδιάστημα είχαν αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή. Τη στρατηγία του στρατεύματος ανέλαβε ο γιος του Βεσπασιανού . Λίγο πριν το του έτους 70 μ.Χ. κατέφθασε έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και στρατοπέδευσε με τα στρατεύματά του μπροστά και στην πόλη. Μετά από απερίγραπτα σκληρές μάχες το πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια των Ρωμαίων. Ο Ναός καταστράφηκε αν και ο ίδιος ο Τίτος ήθελε να αποτρέψει την . Μόνον η τράπεζα των και η λυχνία διασώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν ως κατά τον θρίαμβο της Ρώμης, με τον οποίο η πόλη πανηγυρικά υποδέχτηκε τον Τίτο και τον Βεσπασιανό (βλ. αψίδα Τίτου στη Ρώμη). Μόνον οι τρεις πύργοι του τείχους του Ηρώδη έμειναν στη θέση τους για να μαρτυρούν πόσο ένδοξα και ισχυρά ήταν η πόλη. Ο Ιώσηπος αναφέρει σχετικά με την κατεστραμμένη πόλη ότι οι μελλοντικοί επισκέπτες αυτής της περιοχής δεν έπρεπε να είχαν καμία ότι αυτή κάποτε κατοικήθηκε.
Ποια ήταν η τύχη της ιεροσολυμητικής Εκκλησίας; Η αρχαιότερη παράδοση που έχουμε είναι από τον Ευσέβιο Καισαρείας (Ε.Ι. 3.5.3). Την ίδια παράδοση καταγράφει και ο Επιφάνιος Σαλαμίνος (Κατα Αιρ. 29, 9 2 . 30, 2. Περί Μέτρων 15. 391-401 ). Είναι σαφές ότι Ευσέβιος και Επιφάνιος έχουν διαφορετικές προθέσεις. Ενώ στον Ευσέβιο εξαίρεται η της Κοινότητας, για τον Επιφάνιο το σημαντικό είναι ότι από τη μετανάστευση προκύπτει μια αίρεση, κάτι που προς το παρόν δε μας ενδιαφέρει.
Τα παραπάνω κείμενα έχουν εκτιμηθεί με διαφορετικό τρόπο στην Έρευνα και ιδίως όσον αφορά στην ιστορικότητά τους. Υπάρχει μια εξαιρετικά θετική εκτίμηση, η οποία θεωρούσε ότι μπορεί να εξιχνιασθεί ο χρησμός, επί τη βάσει του Μκ. 13, 14: όταν δείτε το και μισητό φαινόμενο που προκαλεί ερήμωση να είναι όπου δεν πρέπει, -ο αναγνώστης ας κατανοήσει- τότε, όσοι θα είναι στην Ιουδαία ας φύγουν στα βουνά (Ὅταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως ἑστηκότα ὅπου οὐ δεῖ, ὁ ἀναγινώσκων νοείτω, τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη). Γινόταν λόγος για ένα φυλλάδιο (ένα φέιγ βολάν) που γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας στο Μκ. 13 και σχετίζεται καταρχάς με τη βεβήλωση του Ναού από τον αυτοκράτορα Καλλιγούλα (37-41 μ.Χ.). Άλλοι τοποθέτησαν τη δημιουργία του φυλλαδίου κατά τα γεγονότα του ιουδαιορωμαϊκού Πολέμου3. Διατυπώθηκε η άποψη ότι η ιεροσολυμητική Εκκλησία εγκατέλειψε την αγία Πόλη και κατέφυγε στην επί τη βάσει της προσταγής του Μκ. 13, 14 για φυγή στα . Μάλλον όμως εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φυλλάδιο, αλλά –σύμφωνα με την πλειονότητα των ερμηνευτών- με μία μικρή χριστιανική , την οποία ο Μάρκος υιοθέτησε και επεξεργάστηκε. Αυτή η Αποκάλυψη προέκυψε λίγο πριν ή κατά την αρχή του Πολέμου. Το σιχαμερό και μισητό φαινόμενο που προκαλεί ερήμωση (βδέλυγμα της ερημώσεως) είναι η αναμενόμενη του Ναού. Στην πράξη τότε η Εκκλησία κλήθηκε να φύγει από την Πόλη, αφού πλέον κανείς δε μπορούσε να της εγγυηθεί .
Το αποφασιστικό ερώτημα είναι εάν όντως διαδραματίστηκε η . Υπάρχει όντως σύνδεση του Μκ. 13, 14 και μίας ενδεχομένως εξόδου από την αγία Πόλη; Η απάντηση είναι δύσκολη καθώς ο Ευσέβιος και ο Επιφάνιος δε συνδέουν το γεγονός με το Μκ. , αλλά ούτε και το συγκεκριμένο κεφάλαιο υπαινίσσεται την . Ομιλεί γενικώς για φυγή στα όρη, κάτι που συστήνεται επανειλημμένα σε εποχές απειλητικές (Γεν. 19, 17. Ιερ. 4, 29. Ιεζ. 7, 16. Α’ Μακ. 2, 28). Η φυγή στην Πέλλα αμφισβητήθηκε για δύο λόγους: πρώτον μια ερμηνεία ήθελε την Εκκλησία να συμμετέχει στον αγώνα εναντίον των Ρωμαίων τασσόμενη με τους (τους Ιουδαίους «παρτιζάνους») και να διαλύεται στον (S.G.F. Brandon). Η άλλη αμφισβητούσε την εκδοχή του Επιφανίου που υποστηρίζει τη γέννηση της αίρεσης των Ναζωραίων .
Μάλλον αυτή παράδοση γεννήθηκε στην Πέλλα όπου όντως τον 2ο αι. μ.Χ. υπήρχε μία χριστιανική Εκκλησία προκειμένου να τεκμηριωθεί η αξίωση ότι αυτή είναι η διάδοχος της ιεροσολυμητικής μητέρας Εκκλησίας. Από την Εκκλησία αυτή προέρχεται ο Αρίστων, ένας θεολόγος της εποχής, του οποίου το κείμενο Διάλογος Ιάσωνος και του Ιουδαίου Παπίσκου χάθηκε4. Από εκεί άντλησε και την παράδοσή του ο Ευσέβιος. Πρόκειται συνεπώς για μια παράδοση που δημιουργήθηκε εκ των υστέρων και δεν είναι δυνατόν να έχει καμιά ιστορική αξία5.
Έχοντας υπόψιν αυτές τις αρνητικές εκδοχές, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι μια τέτοια παράδοση θα μπορούσε να δημιουργηθεί εφόσον στην Εκκλησία της Πέλλας, της οποίας η ύπαρξη κατά το 2ο αι. μ.Χ. δεν αμφισβητείται, υπήρχαν Ιουδαιοχριστιανοί που είχαν σχέση με τα Ιεροσόλυμα. Είτε ήλθαν οι ίδιοι από την Αγία Πόλη ή η Εκκλησία τους στην Πέλλα (και στα περίχωρα) ιδρύθηκε από κάποιους που προέρχονταν από την Ιερουσαλήμ. Ότι οι ιεροσολυμήτες χριστιανοί συμμετείχαν στον πόλεμο είναι εξαιρετικά απίθανο, καθώς ο χριστιανισμός της Παλαιστίνης διαφύλαττε την παράδοση της Επί του Όρους Ομιλία (η οποία έχει εξέχουσα θέση στο Κατά Ματθαίον) και βίωναν τις εντολές του Ιησού για αγάπη προς τους και άρνηση άσκησης και ανταπόδοσης . Επίσης γνωρίζουμε ότι οι χριστιανοί συμμετείχαν στην επανάσταση κατά την εποχή του αυτοκράτορα . Προφανώς την ίδια στάση είχαν κρατήσει και νωρίτερα κατά την περίοδο του Πολέμου.
Ο Ευσέβιος είχε πρόσβαση σε αυτήν την παράδοση κι αυτό αποδεικνύεται από τα εξής: Στο τρίτο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του (3.5-8), μνημονεύοντας λεπτομερώς την αφήγηση του Ιωσήπου Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, περιγράφει την οικτρή κατάσταση του ιουδαϊκού πληθυσμού κατά τη διάρκεια του Πολέμου και της πολιορκίας. Την αξιολογεί ως τη θεία ένεκα των παρανομιών τους (3.5.3). Σε αντίθεση προς αυτήν την εξαθλίωση, πραγματοποιείται η φυγή της Εκκλησίας επί τη βάσει του . Αυτήν την αφήγηση σε φόντο «μαύρο-άσπρο» συνεχίζει και ο Επιφάνιος ο οποίος θεωρεί ότι σώθηκαν όλοι οι μαθητές, οι πιστοί στον Χριστό. Αυτό, όμως, δεν είναι δυνατόν να είναι σωστό, καθώς και μετά την καταστροφή του 70 μ.Χ. ζούσαν ακόμη χριστιανοί στην . Είχαν παραμείνει σε αυτήν ή επέστρεψαν;6 Σύμφωνα με τον Επιφάνιο (Περί Μέτρων 14 κε.), όταν επισκέφτηκε την πόλη ο Αδριανός, υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ επτά ταπεινές Συναγωγές και μία μικρή Εκκλησία στο όρος Σιών.
Εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι απαρχές της Εκκλησίας της Πέλλας ανάγονται στην εποχή του Ιουδαϊκού Πολέμου και τα πρώτα της μέλη ήταν φυγάδες από την Ιερουσαλήμ. «Μία λέξη» σχετικά με την Πέλλα: η αρχαία Pehel, που μετονομάστηκε από τους Έλληνες σε Πέλλα το 310 π.Χ., στην ανατολική περιοχή του Ιορδάνη, σχεδόν 10 χλμ. ανατολικά του Ιορδάνη και 35 χλμ. νότια της Γεννησαρέτ, καταστράφηκε από τον Ιουδαίο Αλέξανδρο διότι αντιτάχθηκε στον προσηλυτισμό. Κατάφερε όμως γρήγορα να αναθάλλει. Ο την ενέταξε στην Δεκάπολη. Κατά την εποχή του Βεσπασιανού δε συμμετείχε στην εναντίον των Ρωμαίων και ίσως αυτός είναι ο λόγος που η χριστιανική Εκκλησία μετανάστευσε σε αυτήν (την πόλη).
Η τραγική έκβαση του πολέμου επέφερε ριζικές αλλαγές. Με την καταστροφή του σταμάτησε η αναφορά θυσίας. Δεν υπήρχε πλέον Συνέδριο. Η μερίδα των Σαδδουκαίων εξαφανίζεται και την κληρονομιά του Ιουδαϊσμού την βαστάζει πλέον ο . Ενώ μέχρι τότε οι Ναζωραίοι θεωρούνταν ως ιουδαϊκή μερίδα, δίπλα στους Σαδδουκαίους και Φαρισαίους, τώρα αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο η τους. Οι συγκρούσεις δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθούν. Η Ιάμνεια ανάμεσα στην Ιόππη και στην Αζώθ, κοντά στη , εξελίχθηκε σε έδρα των . Εκεί συγκροτήθηκε κι ένα δικαστήριο.
Δεν είναι σαφές τι έκταση είχε ο διωγμός των Ιουδαίων από τους Ρωμαίους. Ο Δομιτιανός τιμωρούσε μεταστροφές στον με εξορία και δήμευση της . Μερικοί μάλιστα φονεύθηκαν. Ο Δομιτιανός και ο Τραϊανός προσπάθησαν να συλλάβουν απογόνους του Δαυίδ, εκ των οποίων οι Ιουδαίοι ανέμεναν τη . Ακόμη κι ένας απόγονος του αδελφοθέου Ιούδα οδηγήθηκε ενώπιον του Δομιτιανού, ο οποίος όμως τελικά τον αγνόησε ως (Ευσ. Ε.Ι. 3.19 κε.). Αντιθέτως ο , επίσης συγγενής του Κυρίου και τέως ηγέτης της ιεροσολυμητικής Εκκλησίας, φαίνεται να μαρτύρησε σε μεγάλη ηλικία επί Τραϊανού (3.23.3. 3. 11)9.
Ο φοβερός πόλεμος είχε ένα οδυνηρό επί-λογο, που πρέπει να μνημονευθεί ένεκα των συνεπειών του. Η απόγνωση των Ιουδαίων εκφράζεται στην αποκαλυπτική γραμματεία εκείνης της εποχής, όπως κι η ελπίδα στην επέμβαση του Θεού (Δ’ Έσδρα, Βιβλία Ενώχ). Η μεγάλη ιουδαϊκή επανάσταση επί Αδριανού (132-5)10 σκίασε κατεξοχήν την και την Κυρήνη. Η επανάσταση είχε δύο άμεσες αιτίες: το σχέδιο του Ανδριανού να κτίσει στη θέση της κατεστραμμένης Ιερουσαλήμ καινούργια πόλη με ειδωλολατρικό και η απαγόρευση της . Η τελευταία, όμως, δεν αφορούσε μόνον στον Ιουδαϊσμό αλλά συσχετιζόταν με την απαγόρευση του . Θα τιμωρούνταν όπως ο . Ηγέτης της Επανάστασης ήταν ένας Σίμων, που οι οπαδοί του τον ονόμασαν Μπαρ Κοχμπά, Υιό του , υπαινισσόμενοι την προφητεία ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ιακωβ καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραὴλ καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωὰβ καὶ προνομεύσει πάντας υἱοὺς Σηθ (Αρ. 24, 17). Πολλοί προσδοκούσαν από αυτόν τη μεσσιανική απελευθέρωση. Ο ίδιος ονομαζόταν Μπαρ Κοσμπά και η ετυμολογία του ονόματός του είναι .
3 1/2 χρόνια διήρκεσε ο σκληρός , για τον οποίο οι Ρωμαίοι έστειλαν στην Παλαιστίνη έναν από τους καλύτερους στρατηγούς τους. Ο Μπαρ Κοσμπά τελικά νικήθηκε στο οχυρό Beth-ther, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ και τιμωρήθηκε (έτσι παραδίδει ο Ευσέβιος Ε.Ι. 4.6.3). Σύμφωνα με χριστιανικές μαρτυρίες, οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί αρνήθηκαν τη συμμετοχή στην . Ο Μπαρ Κοχμπά –όπως εν προκειμένω ονομάζεται- τους καταδίωξε, τους βασάνισε και τους ανάγκασε να αρνηθούν τον ως τον Μεσσία. Μετά την καταστολή της επανάστασης, ο Αδριανός απαγόρευσε διά νόμου στον ιουδαϊκό λαό να εισέρχεται στην περιοχή της Ιερουσαλήμ και στα περίχωρά της. Ο Αρίστων από την Πέλλα, του οποίου το κείμενο μνημονεύσαμε, και ο Ευσέβιος, αναφέρουν ότι οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν ούτε από μακριά να αντικρίσουν τα πάτρια εδάφη. Αφού οι παλιοί κάτοικοι εκδιώχθηκαν, η πόλη, η οποία πλέον δεν ονομαζόταν Ιερουσαλήμ αλλά Aelia Capitolina προς τιμήν του αυτοκράτορα Aelius Hadrianus, εποικίστηκε από . Η κυρίαρχη λατρεία της πόλης ήταν αυτή του Καπιτώλιου . Πρώτος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον 4ο αι. μ.Χ. επέτρεψε στους Ιουδαίους, φορά το χρόνο, στην επέτειο της άλωσης της αγίας Πόλης στις 9 του Αβ, να επισκέπτονται το Ναό και να θρηνούν στο τείχος του Ναού.
Μετά και την απαγόρευση της περιτομής αλλά και όλων των ιουδαϊκών εθίμων, ο Ιουδαϊσμός απειλείται από εξαφάνιση. Ο διάδοχος του Ανδριανού, ο Ευλαβής, τις κατήργησε και έτσι εξασφαλίστηκε η συνέχεια της ύπαρξης της ιουδαϊκής θρησκείας. Σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο σημείο, η σημασία της για την ιουδαϊκή θρησκεία κατέστη εξέχουσα. Τα τραγικά γεγονότα οδήγησαν στο να βαθύνει το χάσμα μεταξύ Ιουδαίων και του υπόλοιπου πληθυσμού και η απομόνωσή τους να διαρκέσει επί αιώνες.
Με την ήττα και την απαγόρευση εισόδου στην περιοχή και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ προκλήθηκε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης. Η Γαλιλαία δέχτηκε ένα μεγάλο ποσοστό . Στη Ναζαρέτ εγκαταστάθηκε η ιερατική εφημερία με το όνομα Ha-Pizzez. Ο χώρος έγινε το καταφύγιο/άσυλο της ιουδαϊκής Ορθοδοξίας και αντιστάθηκε σε κάθε χριστιανική επιρροή.Ένας μεγάλος αριθμός μετανάστευσε στη και αρκετοί στις αραβικές χώρες. Αυτονόητα πλήγηκαν από την απαγόρευση του Ανδριανού και οι εξ χριστιανοί. Στη συνάφεια σχετικά με την παράδοση της Πέλλα διατυπώσαμε παραπάνω την άποψη ότι μέλη της Εκκλησίας παρέμειναν στην Αγία Πόλη και μετά τον ιουδαιορωμαϊκό Πόλεμο ή επέστρεψαν σε αυτήν. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον Κατάλογο των της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ που διέσωσε πρώτος ο Ευσέβιος Καισαρείας. Πρόκειται μάλιστα για δύο καταλόγους: Ο πρώτος περιέχει δεκαπέντε ονόματα επισκόπων της περιτομής και φθάνει μέχρι την επανάσταση επί Αδριανού (Ε.Ι. 4.5.3). Ο δεύτερος κατάλογος ξεκινά με την επανάσταση και περιέχει τα ονόματα των επισκόπων που προΐσταντο στην Εκκλησία της Ιερουσαλήμ που υποδηλώνει ότι ήταν εξ εθνών (5, 12). Ανεξάρτητα από την ιστορική αξιοπιστία τους, αυτοί οι κατάλογοι επιβεβαιώνουν ότι από την ιουδαϊκή επανάσταση το 135 μ.Χ. και εξής, δεν υπήρχε πλέον Εκκλησία. Στη θέση της αναδύεται μια εθνικοχριστιανική από εκείνους που προοδευτικά εποικούσαν στην περιοχή.
Έστω κι αν δεν μπορούμε να εξετάσουμε εις βάθος και λεπτομερώς αυτούς τους καταλόγους, είναι σημαντικό για την έρευνά μας, ότι την πρώτη θέση του ιουδαιοχριστιανικού καταλόγου την καταλαμβάνει ο Ιάκωβος, ο επονομασθείς αδελφός του Κυρίου και όχι ο . Στη δεύτερη θέση εντοπίζεται ο προμνημονευθείς , επίσης συγγενής του Κυρίου, μαρτυρήσας σε μεγάλη ηλικία επί Τραϊανού17. Η διαδοχή δύο συγγενών παραπέμπει στην ιδέα του , κάτι που σημαίνει ότι –όπως και στη σιιτική μερίδα του Ισλάμ- στην εκλογή του ηγέτη καθοριστικό ρόλο παίζει η καταγωγή από , μία ιδέα που τελικά «ενταφιάστηκε» με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.
Ήδη υπαινιχθήκαμε ότα τα γεγονότα που αφορούσαν στον ιουδαϊκό λαό άλλαξαν και την κατάσταση των Ναζωραίων. Οι δυνάμεις εκείνες που επεδίωκαν την ανανέωση και συσπειρώθηκαν γύρω από τους Φαρισαίους, απαιτούσαν σαφείς οριοθετήσεις. Σαφής έκφραση αυτού ήταν η προσθήκη της εναντίον των αιρετικών (Birkath ha-Minim) στην Λειτουργία της Συναγωγής, και μάλιστα στο Σεμονέ Εσρέ (Schemone Esre) . Μία ακριβής αποκατάσταση του κειμένου μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατή, ούτε και με τα ευρήματα της παλαιστινής εκδοχής που ανακαλύφθηκε στη Γενιζά του Καΐρου. Ο Billeberck, ακολουθώντας τον G. Dalman, παραδίδει το εξής κείμενο: για τους αποστάτες Minim να μην υπάρχει καμία και όλοι οι αιρετικοί (και οι προδότες) να σε μία στιγμή και να εξολοθρεύσεις και να συντρίψεις (εσπευσμένα στις ημέρες μας) την αυθάδη . Ευλογητός είσαι εσύ Γιαχβέ (που διαλύεις τους εχθρούς και) ταπεινώνεις τους αυθάδεις. Οι Minim είναι οι αποστάτες, οι αιρετικοί. Ενώ μέχρι πρότινος εκφραζόταν η άποψη ότι η προσθήκη της Κατάρας (Birkath ha-Minim) έγινε το 90 μ.Χ. από τον Γαμαλιήλ το Β’, σήμερα υπάρχει η τάση να χρονολογείται αργότερα. Έτσι οι Ναζωραίοι εντάχθηκαν αργότερα στην ομάδα των αιρετικών. Επιταχύνθηκε το γεγονός αυτό με την άρνηση των Ιουδαιοχριστιανών να συμμετάσχουν στις δύο ιουδαϊκές επαναστάσεις. Στην παλαιστινή εκδοχή της Birkath ha-Minim στην κατάρα οι Ναζωραίοι μνημονεύονται ξεχωριστά δίπλα στους αιρετικούς –ίσως ως προσθήκη. Η κατάρα αυτών σήμαινε τον αποκλεισμό τους από τη Συναγωγή κι έτσι ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των Ιουδαιοχριστιανών και της Συναγωγής. Η διαδικασία της κλιμακώθηκε σε μία εχθρική αντιπαράθεση.
Σχετικά με τον αποκλεισμό από τη Συναγωγή ομιλεί ήδη ο Ιησούς στο Κατά Ιωάννη. Στον αποχαιρετιστήριο λόγο του προφητεύει στους μαθητές Του ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς• ἀλλ᾽ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ (16, 2). Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ως αιτία του αφορισμού, όπως καταδεικνύεται στα λόγια των Φαρισαίων στους γονείς του τυφλού και στον ίδιο τον θεραπευθέντα, είναι η Ομολογία του Ιησού ως του Μεσσία (9, 22. 12, 42). Οι γονείς φοβούνται να ομολογήσουν δημοσίως τον Ιησού ως τον Χριστό, διότι ακριβώς θα αποκλείονταν από την Συναγωγή. Προφανώς στο Ευαγγέλιο προβάλλεται μία ύστερη εμπειρία της Εκκλησίας. Δεν προϋποτίθεται, όμως, απαραίτητα η Κατάρα των Χριστιανών στη Συναγωγή (πρβλ. μακάριοί ἐστε ὅταν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσιν καὶ ἐκβάλωσιν τὸ ὄνομα ὑμῶν Λκ. 6, 2222). Ύστερα ραββινικά λόγια διασαφηνίζουν την σκληρότητα του αφορισμού. Κάθε επικοινωνία και συνδιαλλαγή πρέπει να διακόπτεται με τους Χριστιανούς. Στα τους δεν πρέπει να διδάσκουν τέχνη. Ακόμη κι η βοήθεια σε περίπτωση απαγορεύεται. Έστω κι αν αυτό αποτελεί μια ύστερη εξέλιξη και απηχεί την άποψη κάποιων ραβίνων, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τις κρίσιμες συνέπειες του αφορισμού από τη Συναγωγή.
Οι μαρτυρίες για τους Ιουδαιοχριστιανούς αυτής της εποχής είναι σποραδικές. Ένας σημαντικός μάρτυρας είναι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (103–165) και ο Διάλογός του με τον Τρύφωνα, ένα έργο που είναι παράλληλο του Διαλόγου του Αρίστωνα από την Πέλλα. Σε αυτόν τον Διάλογο, στο πρώτο μέρος του οποίου ο Φιλόσοφος και Μάρτυς επιχειρεί να αποδείξει ότι η Καινή Διαθήκη υπερέχει της Παλαιάς, ο Ιουστίνος αντιμετωπίζει το πρόβλημα εάν η πίστη στον Ιησού, τον Χριστό, είναι συμβατή με την εφαρμογή και τήρηση των εντολών και των εθίμων του Μωυσή. Προϋποθέτει ότι υπάρχουν τέτοιοι χριστιανοί που συνδύαζαν Ιουδαϊσμό και Χριστιανισμό. Είναι σαφές ότι ενώπιόν του έχει ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες για τις οποίες ήταν χαρακτηριστικό το πιστεύειν και φυλάσσειν. Το ότι δεν κάνει απλώς ακαδημαϊκή διάλεξη, αλλά αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, προκύπτει από το ότι διατυπώνεται το ερώτημα σχετικά με τη θέση των ιουδαιοχριστιανών και τη σχέση τους με τους εξ Εθνών (Διάλ. 46 κε.). Η λύση είναι η εξής: όσο οι Ιουδαιοχριστιανοί συμβιώνουν με τους εξ εθνών και δεν τους υποχρεώνουν να υιοθετούν τα του Μωυσέως (Σάββατο, περιτομή, παρατήρηση μηνών, διατάξεις περί καθαρότητας) θεωρούνται . Αλλιώς, όταν αυτοπεριχαρακώνονται, δεν αναγνωρίζονται. Ο Ιουστίνος επιχειρηματολογεί με σημείο αφετηρίας το αίσθημα της μεγάλης πνευματικής ανωτερότητας έναντι του Ιουδαίσμού. Αν και παραχωρεί στους Ιουδαιοχριστιανούς το δικαίωμα να περιτέμνονται, εντούτοις θεωρεί αυτή την εντολή ξεπερασμένη και άχρηστη. Δόθηκε μόνον ένεκα της των Εβραίων, εκείνων που με τον ιουδαιορωμαϊκό πόλεμο και τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων έφθασαν στην πλήρη εξαθλίωση24. Στο Διάλογο με τον Ιουδαίο Τρύφωνα, ο τελευταίος συστήνει στον χριστιανό εξ εθνών Ιουστίνο να ασπαστεί τα εθιμα και τις εντολές του Μωυσή, αφού η ελπίδα στον Ιησού σημαίνει ότι εναποθέτεις την ελπίδα σου σε έναν . Έστω κι αν ο Χριστός (ο Μεσσίας) γεννιόταν κάπου, δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστεί ως Μεσσίας και δεν μπορεί να διακηρύξει τον εαυτό του ως τέτοιο, προτού εμφανιστεί ο που θα τον και θα τον γνωστοποιήσει σε όλους τους ανθρώπους (Διάλ. 8, 3 κε.)25.
Αν και ο διάλογος είναι φιλολογικό κατασκεύασμα και δεν πραγματοποιήθηκε με αυτή την μορφή ήδη εκφράσαμε την άποψη ότι βασίζεται σε συγκεκριμένες πηγές οπότε και το ερώτημα που προκύπτει είναι η γεωγραφική τους προέλευση. Ο Ιουστίνος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Ρώμη (+ 165). Οι εμπειρίες όμως που προβάλλουν στον Διάλογο, παραπέμπουν στην πατρίδα του στην Παλαιστίνη, όπου ακόμη τον 2ο αι. μ.Χ. υπήρχε ένας ακμάζων ιουδαιοχριστιανισμός. Ο ίδιος ο Ιουστίνος γνωρίζει την Birkath ha-Minim την κατάρα κατεξοχήν εναντίον των Ιουδαιοχριστιανών (16, 4. 47, 5. 48, 4). Στον Ιουστίνο αναφύεται ήδη ένα πρόβλημα το οποίο θα παίξει ένα ρόλο στον Ιουδαιοχριστιανισμό και πρέπει να μνημονευθεί. Είναι η κατηγορία ότι οι προφητικές ρήσεις της Π.Δ. και ιδίως σημαντικές απομακρύνθηκαν από το κείμενο (Διάλ. 71-73). Η έριδα εάν πρέπει να προτιμηθεί το εβραϊκό ή το ελληνικό κείμενο (η μετάφραση των Ο’) γίνεται εμφανής με αφορμή το Ησ. 7, 14 (παρθένος Ο’/ = νεαρή κόρη) (Απολ. 67, 3. 43, 8). Επίσης προβληματίζουν ανθρωπομορφικές εκφράσεις, όπως στον Ψ. 8, 4 όπου γίνεται αναφορά στα χέρια του Θεού (πρβλ. 114, 3). Ο Ιουστίνος γνωρίζει επιπλέον Ιουδαιοχριστιανούς, που ομολογούν τον Ιησού ως τον Μεσσία, αλλά ισχυρίζονται ότι είναι εξ ανθρώπων, άρα αρνούνται ότι είναι Υιός του Θεού (48, 4). Οι χριστολογικές διαφοροποιήσεις, όμως, υποχωρούν έναντι των διαφορετικών αντιλήψεων σχετικά με την ορθοπραξία, με το εάν δηλ. οι εντολές του μωσαϊκού Νόμου είναι υποχρεωτικές για τους εξ εθνών χριστιανούς. Πρόκειται για ερωτήματα των Ιουδαιοχριστιανών τα οποία θα παραμείνουν υπό συζήτηση.
Και ο Ωριγένης, ο οποίος κοιμήθηκε το 253, στο έργο του Κατά Κέλσον, ομιλεί για πιστούς στο Χριστό Ιουδαίους που δεν απεμπόλησαν τις εντολές που κληρονόμησαν από τους πατέρες τους (ΙΙ.1). Δεν μπορούν να διεισδύσουν από την κατά γράμμα κατανόηση του Νόμου στην πνευματική του ερμηνεία. Είναι οι Εβιωνίτες (Εβίων = πτωχός) που έλαβαν το όνομά τους από την πτώχεια του Νόμου και αναγνωρίζουν τον Ιησού ως τον Μεσσία.