Ερώτηση 1 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 73 βαθμοί) 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΕΙΠΝΟ-Ο ΝΙΠΤΗΡΑΣ

Το Κατά Ιωάννη δίνει έμφαση σε δύο σημεία στην αφήγησή του για το τελευταίο του Ιησού με τους μαθητές Του ενόψει των παθών. Μας αφηγείται καταρχάς πώς ο Ιησούς αναλαμβάνει τη διακονία των και νίπτει τα πόδια. Σε αυτή τη συνάφεια απεικονίζει την της του Ιούδα και της του Πέτρου. Το δεύτερο σημείο έγκειται στα λόγια του Ιησού που αποκορυφώνονται στην : Και πριν από την εορτή του , γνωρίζοντας ο Ιησούς ότι ήλθε η για να μεταβεί από αυτόν τον στον Πατέρα, έχοντας αγαπήσει τους δικούς του που βρίσκονταν στον κόσμο, τους έδειξε την αγάπη έως . (13, 1) . Με το τελευταίο δείπνο ήλθε η του Ιησού στην οποία (ώρα) ήταν από την αρχή προσανατολισμένη η δράση Του (2, 4). Το ουσιαστικό αυτής της κατονομάζεται με δύο βασικές λέξεις: είναι η ώρα της και η ώρα της που φθάνει έως τέλους. Και οι δύο όροι επεξηγούνται αμοιβαία και είναι αχώριστοι. Η ίδια η αγάπη είναι η διαδικασία της μετάβασης, της , της εξόδου από τους φραγμούς μιας ανθρώπινης υπόστασης που ζει την θανάσιμη , στην οποία όλοι μαζί είμαστε ο ένας από τον άλλο και τελικά αδιαπέραστοι/ ο ένας είναι για τον άλλο– σε μια διαφορετικότητα την οποία δεν μπορούμε να υπερβούμε. Είναι η αγάπη που φθάνει έως η οποία επενεργεί τη μετάβαση που φαίνεται αδύνατη: η έξοδος από τους φραγμούς της ατομικότητας που κλείνεται στον εαυτό της, η οποία (έξοδος) είναι ακριβώς η αγάπη- πρόκειται για την εκρηκτική έξοδο στο θεϊκό. Η έξοδος που περιγράφεται από τον Ιωάννη και η επιστροφή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό το οποίο εννοείται στο φιλοσοφικό σχήμα αφού στον , όπως και στους διαδόχους του: η , η οποία υποκαθιστά την πράξη της δημιουργίας, αποτελεί μία που τελικά γίνεται : από το ύψος του Ενός προς τα κάτω σε ολοένα και κατώτερες ζώνες. Έτσι η επιστροφή πραγματώνεται στην κάθαρση από το υλικό σε μία προοδευτική άνοδο και σε καθάρσεις, οι οποίες πάλι απεκδύονται το κατώτερο για να οδηγήσουν τελικά και πάλι στην ενότητα του θεϊκού. Αντιθέτως η έξοδος του Ιησού καταρχήν δεν προϋποθέτει την κτίση ως , αλλά ως θετική δημιουργική του Θεού. Είναι μία διαδικασία της αγάπης, η οποία ακριβώς αποδεικνύει την την ανθρώπινη φύση του ως κάτι που τον μολύνει. Ο σκοπός της καθόδου ήταν η αποδοχή και ο ολόκληρης της ανθρωπότητας, η επιστροφή με όλους τους ανθρώπους- η επιστροφή πάσης στης πατρίδα. Σε αυτή την επιστροφή τελεσιουργείται κάτι καινούργιο: Ο Ιησούς δεν επιστρέφει μόνος. Δεν απεκδύεται τη σάρκα, αλλά τα πάντα σε Αυτόν ( Ιω. 12, 32). Η μετάβαση ισχύει για το παν. Όταν στο κεφ. 1 του Κατά Ιωάννη αναφέρεται ότι δεν τον αποδέχτηκαν οι ίδιοι (1, 11), έτσι τώρα ακούμε ότι αγαπά τους έως (13, 1). Κατά την κατάβαση συνέλλεξε εκ νέου τους δικούς Του –τη μεγάλη Οικογένεια του Θεού-, και τους έκανε από ιδίους. Ο Ιησούς αντίθετα προς τον κατεβαίνει από τη θεότητά του στην ανθρώπινη ύπαρξη και λαμβάνει μορφή και υπάκουσε μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρού-. Όλη η αυτή η διακονία της σωτηρίας καθίσταται σε αυτό το σημείο (του Κατά Ιωάννη) ορατή με τη μοναδική του . Ο Ιησούς παρουσιάζει με την πράξη Του το πλήρωμα τής διακονίας Του. Απεκδύεται τη θεϊκή Του δόξα, γονατίζει μπροστά μας, και στεγνώνει τα βρόμικα πόδια προκειμένου να μας ικανώσει να συμμετέχουμε στο θεϊκό δείπνο. Η παράδοξη διατύπωση στην Αποκάλυψη ότι οι σεσωσμένοι λεύκαναν τα ρούχα τους στο αίμα του Αρνίου (7, 14), θέλει να σημάνει ότι η αγάπη του Ιησού που φθάνει έως τέλους είναι αυτή που μας καθαρίζει, μας πλένει. Η χειρονομία της κάθαρσης των ποδών εκφράζει ακριβώς αυτό το γεγονός: είναι η αγάπη του Ιησού που διακονεί, η οποία μας εξαγάγει από την μας και μας καθιστά θεϊκά . Ο Ιωάννης με αυτό τον τρόπο ανακαλεί έναν βασικό όρο της θρησκευτικής παράδοσης της Π.Δ. αλλά και εν γένει του κόσμου των θρησκειών. Προκειμένου ο άνθρωπος να προσέλθει ενώπιον του Θεού και να έχει με τον Θεό, οφείλει να είναι . Όσο, όμως, έρχεται στο τόσο περισσότερο αισθάνεται την ακαθαρσία του και την για κάθαρση. Γι’ αυτό οι θρησκείες έχουν δημιουργήσει ένα σύστημα κάθαρσης, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στον Θεό. Παρέχουν στον άνθρωπο μια εικόνα της του Θεού αλλά και του δικού του σκότους από το οποίο οφείλει να απελευθερωθεί για να έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει τον Θεό. Ο Ιωάννης προσλαμβάνει και εμβαθύνει στο μεγάλο θέμα της κάθαρσης με την αφήγηση της νίψης των ποδών και με τον όρο στην Αρχιερατική Προσευχή: εσείς είστε ήδη καθαροί διά τον λόγο τον οποίο ήδη σας είπα, βεβαιώνει ο Ιησούς τους μαθητές Του στην Ομιλία της αμπέλου (15, 3). Είναι ο Του ο οποίος υπεισέρχεται μέσα τους, στη σκέψη και τη θέληση, που μεταμορφώνει την τους και ανοίγει με τέτοιο τρόπο ό,τι αυτή να μπορεί να δει. Κατά την πραγμάτευση της αρχιερατικής προσευχής θα ξανασυναντήσουμε κάτι παρόμοιο, βεβαίως με κάποιο άλλο τρόπο, όταν και εκεί θα συναντήσουμε την παράκληση του Ιησού: αγίασέ τους στην αλήθεια (17, 17). Αγιάζειν σημαίνει στην ιερατική ορολογία: καθιστώ κάτι ικανό για τη . Ο όρος προσδιορίζει τις λατρευτικές που πρέπει να επιτελέσει ο ιερέας προτού εμφανισθεί ενώπιον του Θεού. αγίασέ τους στην –το λουτρό που καθιστά πλέον τον άνθρωπο ικανό για θέωση είναι η αλήθεια. Σε αυτή πρέπει να ο άνθρωπος, προκειμένου να από την ακαθαρσία που τον χωρίζει από τον Θεό. Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι ο Ιωάννης δεν έχει ενώπιόν του έναν αφηρημένο προσδιορισμό της αλήθειας, αλλά γνωρίζει ότι η αλήθεια είναι ο διά του Προσώπου Του. Στο κεφ. 13 του Ευαγγελίου ως η οδός της κάθαρσης εμφανίζεται η νίψη των ποδών υπό του Ιησού. Το λουτρό το οποίο μας καθαρίζει είναι η του Ιησού η οποία φθάνει έως . Ο λόγος του Ιησού δεν είναι μόνον λόγος, είναι ο ίδιος. Και ο λόγος Του είναι η αλήθεια και είναι η αγάπη. Στη θέση τής λατρευτικής καθαρότητας δεν εμφανίζεται απλώς η , αλλά το δώρο της συνάντησης με τον Θεό στο του Ι. Χριστού. Η ουσιώδης δυναμική της δωρεάς με την οποία τώρα ο ίδιος επιδρά σε εμάς και ενώνει την ενέργειά μας με τη δική Του, διαπιστώνεται με ιδιαίτερη ενάργεια στο λόγιο του Ιησού: , αληθινά σας λέγω: αυτός που πιστεύει σε μένα, τα έργα τα οποία εγώ επιτελώ θα τα επιτελέσει και εκείνος, και σπουδαιότερα από αυτά θα κάνει διότι εγώ πορεύομαι προς τον (14, 12) . Εν προκειμένω εκφράζεται ακριβώς αυτό το οποίο εννοείται με τη νίψη των ποδών με το λόγιό του σας έδωσα παράδειγμα: η πράξη του Ιησού γίνεται μας επειδή ο ίδιος εντός μας. Εξ αυτού του σημείου μπορεί επίσης να κατανοηθεί η αναφορά του στην εντολή, με την οποία ο Κύριος μετά την περικοπή σχετικά με την προδοσία Του που παρεμβάλλεται, επανέρχεται ακόμη μια φορά στην εντολή για αμοιβαία των ποδών προεκτείνοντάς την σ’ αυτό που είναι θεμελιώδες (13, 34 κ.ε). Άραγε πού ακριβώς έγκειται το καινούργιο αυτής της εντολής; Έχει λεχθεί ότι το καινό –έναντι της ήδη υφιστάμενης της αγάπης του πλησίον- καταδεικνύεται στη φράση να αγαπάτε αγάπησα, να αγαπάτε συνεπώς μέχρι εκείνο το σημείο ώστε να είστε έτοιμοι να θυσιάσετε τη δική σας ζωή για τον άλλο. Εάν το ιδιαίτερο και το πλήρωμα της καινής εντολής εντοπίζεται σε αυτό το σημείο, τότε ο Χριστιανισμός θα έπρεπε να προσδιοριστεί ως ένα είδος εξαιρετικού εγχειρήματος. Το ουσιώδες όμως δεν έγκειται ακριβώς στην πρόσκληση για στον ύψιστο βαθμό, αλλά στην καινούργια βάση της ύπαρξης η οποία μας δωρίζεται. Το καινούργιο μπορεί να έλθει αποκλειστικά και μόνον από το δώρο της με τον Χριστό και της με Αυτόν. Η καινή εντολή δεν είναι απλώς μια νέα, υψηλότερη . Συνδέεται με την καινότητα του Ιησού Χριστού –στο ολοένα και αναπτυσσόμενη εμπειρία του σε Αυτόν. Συνεχίζοντας αυτή τη γραμμή, ο Θωμάς ο Ακινάτης μπορεί να ισχυριστεί: ο καινούργιος νόμος είναι η χάρη του Αγ. Πνεύματος (S.theol. I–II q 106 a 1) –όχι μια νέα νόρμα/διάταξη, αλλά η καινούργια που δωρίζεται από το Πνεύμα του Θεού. Αυτή η πνευματική εμπειρία του αληθινά καινούργιου στον Χριστιανισμό τελικά ο Αυγουστίνος μπόρεσε να συμπεριλάβει στη γνωστή διατύπωση: δώσε αυτό που με διατάζεις και τότε διάταζε αυτό που θέλεις (Conf. X 29,40).

Ερώτηση 2 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 100 βαθμοί) 

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Β’ Μέρος: Από την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ μέχρι και την Ανάσταση, Αθήνα: Ψυχογιός 2012, σσ. 296. http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001205

Οι Ευαγγελιστές μας αναφέρουν ότι το εκτελεστικό απόσπασμα –που αποτελούνταν από στρατιώτες- μοίρασε ανάμεσά του μέσω τα ρούχα του Ιησού. Αυτό αντιστοιχούσε στο ρωμαϊκό έθιμο σύμφωνα με το οποίο τα ρούχα του εκτελεσθέντος περιπίπτουν στη δικαιοδοσία του εκτελεστικού αποσπάσματος. Με την ευκαιρία ο Ιωάννης αναφέρει κατά λέξιν τον Ψ. 22, 29 λέγοντας: ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ • « τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (19, 24). Προσαρμοζόμενος στον παραλληλισμό που είναι χαρακτηριστικός στην εβραϊκή ποίηση και εκφράζει τη ίδια πράξη δύο φορές, ο Ιωάννης διακρίνει δύο πράξεις: πρώτα οι σταρτιώτες στα τέσσερα τα ρούχα του Ιησού και τα μοίρασαν με κλήρο: Όταν σταύρωσαν οι στρατιώτες τον Ιησού, πήραν τα εξωτερικά του ρούχα και τα διένειμαν σε τέσσερα μέρη, ένα μερίδιο σε κάθε στρατιώτη, και τον χιτώνα που ήταν και υφαντός από πάνω μέχρι κάτω. Είπαν μεταξύ τους: να μην τον σχίσουμε αλλά να τον κληρώσουμε για να δούμε σε ποιον θα ανήκει. (19, 23 κε.). Η σημείωση περί του άρραφου χιτώνα είναι διατυπωμένη τόσο προσεκτικά επειδή ο Ιωάννης σαφώς ήθελε να αποτυπώσει κάτι περισσότερο από μία τυχαία λεπτομέρεια. Σύμφωνα με τον Φλάβιο , ο χιτών του αρχιερέα είχε υφανθεί από μία και μοναδική (Αρχαιολ.3.7.4). Έτσι σε αυτή την υπόδειξη του Ευαγγελιστή ίσως μπορεί να ανακαλυφθεί ένας υπαινιγμός στο αξίωμα του Ιησού, που παρουσιάσθηκε λεπτομερώς στην προσευχή: αυτός που πεθαίνει δεν είναι μόνον ο αληθινός του Ισραήλ. Είναι επίσης ο ο οποίος αυτήν ακριβώς την ώρα της μέχρι εσχάτων αδοξίας επιτελεί την αρχιερατική Του . Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά την πραγμάτευση αυτού του κειμένου έχουν τονίσει κάτι άλλο: βλέπουν στον άραφο χιτώνα τον οποίο ούτε οι στρατιώτες δεν θέλουν να σχίσουν, μία εικόνα της της Εκκλησίας που δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί. Ο άραφος χιτώνας εκφράζει την ενότητα για την οποία είχε προσευχηθεί για τους δικούς Του ο Ιησούς την παραμονή των Παθών. Όντως στην αρχιερατική προσευχή το ιερατικό αξίωμα του Ιησού είναι άρρηκτα ενωμένο με την ενότητα των δικών Του. Στην αρχή της σταύρωσης προσφέρθηκε στον Ιησού, όπως συνηθιζόταν. ένα ποτό για να κατευνάσει τους πόνους. Ο Ιησούς αρνήθηκε αυτό το ποτό –ήθελε να διέλθει τα πάθη του με επίγνωση (Μκ. 15, 23). Κατά την αποκορύφωση του πάθους, στο καυτό καταμεσήμερο, τεντωμένος πάνω στον σταυρό, ο Ιησούς κραύγασε: (Ιω. 19, 28). Όπως συνηθιζόταν, δόθηκε στον Ιησού κρασί που ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους φτωχούς και μπορούσε κάποιος να ορίσει ως . Θεωρούνταν ότι . Εδώ ανακαλύπτουμε και πάλι την αλληλοπεριχώρηση βιβλικού λόγου και γεγονότος. Από τη μία πλευρά η σκηνή είναι απόλυτα –πρόκειται για τη δίψα του Εσταυρωμένου και το πικρό ποτό το οποίο φρόντιζαν να χορηγούν σε αυτές τις περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά ακούμε μέσω του Ευαγγελιστή άμεσα τον Ψαλμό του Πάθους 69 στον οποίο ο πάσχων διαμαρτύρεται: στη δίψα μου με πότισαν με (στ. 22). Ο Ιησούς είναι ο πάσχων . Το πάθος του δικαίου που παρουσιάζεται από τη Γραφή στις μεγάλες εμπειρίες του πάσχοντος προσευχόμενου εκπληρώνεται σε αυτόν. Αλλά πώς θα μπορούσε κάποιος να μην σκεφθεί σε αυτή τη σκηνή το άσμα του στο κεφ. 5 του προφήτη Ησαΐα; Με αυτό ο Θεός είχε εκφράσει το ενώπιον του Ισραήλ. Φύτεψε αμπελώνα στα γόνιμα ύψη και επιστράτευσε όλη την] επιμέλεια: καὶ ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν ἐποίησεν δὲ του ανθρώπου ο οποίος πλέον φροντίζει μόνον για τον εαυτό του. Αντί για κρασί παράγει ξύδι. Το παράπονο του Θεού που αποκομίζουμε από το προφητικό άσμα, γίνεται συγκεκριμένο αυτή την ώρα στην οποία προσφέρουν ξύδι στον λυτρωτή. Έτσι όπως το άσμα του Ησαΐα απεικονίζει τα πάθη του Θεού από τον λαό Του επέκεινα της ιστορικής ώρας, το ίδιο και η σκηνή στον σταυρό την ώρα του θανάτου του Ιησού. Διψώ: αυτή η κραυγή του Ιησού απευθύνεται σε καθέναν από μας. Οι γυναίκες κάτω από τον σταυρό Και οι τέσσερεις Ευαγγελιστές μας αφηγούνται με το δικό τους τρόπο για τις κάτω από τον σταυρό. Ακόμη κι αν οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν άμεσα, μπορούμε να διαισθανθούμε το συγκλονισμό και το αυτών των γυναικών πέρα από τη γνωστοποίηση απλώς της παρουσίας τους. Ο Ιωάννης στο τέλος της αφήγησής του για τη σταύρωση παραθέτει τη φράση του προφήτη Ζαχαρία: ὄψονται εἰς ὃν (19, 37. Ζαχ. 12, 10). Στην εισαγωγή της Αποκάλυψης, αυτό το λόγιο που περιγράφεται στη σκηνή στον σταυρό, εφαρμόζεται προφητικά για την εποχή των τελικών εσχάτων –τη στιγμή της έλευσης του Κυρίου, κατά την οποία όλοι θα τον δουν ερχόμενο στις νεφέλες και θα κτυπούν τα στήθη τους (Αποκ. 1, 7). Οι γυναίκες βλέπουν Αυτόν που είναι τρυπημένος. Μπορούμε να συλλογιστούμε εν προκειμένω και τα περαιτέρω λόγια του προφήτη Ζαχαρία: θα βάλω στους απογόνους του Δαυίδ και τους κατοίκους της πνεύμα ώστε να ζητήσουν το μου. Τότε θα στρέψουν τα βλέμματά τους σ’ εξαιτίας Εκείνου που τον τρύπησαν. Θα τον θρηνήσουν όπως θρηνούν ένα μονογενή. Θα τον κλάψουν πικρά όπως κλαίνε έναν πρωτότοκο. Ο θρήνος της Ιερουσαλήμ θα είναι μεγάλος όπως ο θρήνος για την Αδάδ Ριμμών στην πεδιάδα (12, 10). Ενώ μέχρι τον θάνατο του Ιησού, περιβάλλουν τον πάσχοντα Κύριο μόνον εμπαιγμός και κτηνωδία, με τον τρόπο αυτό καταδεικνύουν πλέον τα Ευαγγέλια ένα συμφιλιωτικό τέλος ως προς την ταφή και την ανάσταση. Οι γυναίκες που παρέμειναν πιστές σε αυτόν είναι παρούσες. Η συμπόνια και η αγάπη τους αποτελούν πραγματικότητα για τον Λυτρωτή που πεθαίνει. Έτσι μπορούμε χωρίς επιφυλάξεις να υιοθετήσουμε και τον επίλογο του κειμένου του Ζαχαρία: εκείνη την εποχή θα ανοιχτεί για να καθαρίζονται οι του Δαυίδ και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ από την αμαρτία και την τους (13, 1). Η θεωρία του κατατρυπημένου και η συμπάθεια προς Αυτόν γίνονται από μόνες τους πηγή κάθαρσης. Η δύναμη του πάθους του Ιησού που μεταμορφώνει ξεκινά. Ο Ιωάννης δεν μας αφηγείται μόνον ότι στον σταυρό του Ιησού βρίσκονταν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ καὶ Μαρία ἡ (19, 25), αλλά συνεχίζει: Όταν ο Ιησούς αντίκρισε τη μητέρα και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται δίπλα, λέγει στη μητέρα Του: Γυναίκα να ο σου! Μετά λέγει στον μαθητή: να η σου! Και από εκείνη τη στιγμή την παρέλαβε ο μαθητής στην του (19, 26 κε.) . Αυτή είναι μια τελευταία εντολή του Ιησού που είναι παρόμοια με μια πράξη . Είναι ο μοναδικός γιος της μητέρας του η οποία μετά τον θάνατό του θα βρισκόταν μόνη έρημη στον κόσμο. Τώρα της χορηγεί δίπλα της τον μαθητή, τον κάνει υιό στη δική του θέση ο οποίος από κείνη τη στιγμή έχει την ευθύνη γι αυτή –την λαμβάνει κοντά του. H κατά λέξη μετάφραση είναι ακόμη ισχυρότερη: θα μπορούσε να μεταφερθεί έτσι: την έλαβε εντός στο δικό του –την έλαβε στην εσωτερική της ζωής του. Αυτή είναι καταρχάς μία απόλυτα ανθρώπινη χειρονομία του λυτρωτή ο οποίος αποχωρίζεται τον κόσμο. Δεν εγκαταλείπει τη μητέρα Του, την παραδίδει στην πρόνοια του μαθητή που βρισκόταν πολύ κοντά του. Και έτσι δωρίζεται στον μαθητή μία καινούργια - η μητέρα η οποία φροντίζει γι’ αυτόν και αυτός γι’ αυτήν. Γνωστοποιώντας ο Ιωάννης τέτοιες ανθρώπινες διαδικασίες θέλει ασφαλώς να διασώσει το γεγονός. Αλλά πάντα ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο από μεμονωμένα επεισόδια του παρελθόντος. Το γεγονός παραπέμπει σε κάτι πέρα από αυτό, . Τι θέλει να μας πει με αυτό; Ένα πρώτο στοιχείο μας προσφέρει προσφώνηση στην Μαρία: ! Είναι η ίδια προσφώνηση που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιησούς στο γάμο της (Ιω. 2, 4). Έτσι οι δύο σκηνές συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η Κανά είχε γίνει μία πρόγευση για τον γάμο –για το καινούργιο το οποίο ήθελε να μας δωρίσει ο Κύριος. Μόνον τότε (στο σταυρό) γίνεται πραγματικότητα αυτό που τότε ήταν ένα σημείο που προσήμαινε. Η αναφώνηση "γυναίκα" ταυτόχρονα ανακαλεί την αφήγηση της κατά την οποία ο Κτίστης οδηγεί τη στον . Ο Αδάμ απαντά σε αυτή τη νέα δημιουργία: τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή (Γέν. 2, 23). Ο άγ. Παύλος ιστόρησε στις επιστολές του τον Ιησού ως τον νέο Αδάμ με τον οποία για άλλη μια φορά η δημιουργία. Ο Ιωάννης μας αναφέρει ότι στον νέο Αδάμ πάλι ανήκει η γυναίκα, η οποία μας παρουσιάζεται στην Μαριάμ. Στο Ευαγγέλιο αυτό παραμένει ένας σιωπηλός υπαινιγμός ο οποίος αναπτύχθηκε αργά αργά στην πίστη της Εκκλησίας. Η μας αναφέρει για το μέγα σημείο της γυναίκας που εμφανίζεται στον ουρανό και με αυτό σημαίνει ολόκληρο τον , ναι ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεχώς η Εκκλησία οφείλει να γεννά με ωδίνες τον Χριστό (πρβλ. Αποκ. 12, 1-6). Ένα άλλο στάδιο ωρίμανσης της ίδιας σκέψης ανακαλύπτουμε στην Προς Εφεσίους όπου και ο λόγος για τον άνδρα που εγκαταλείπει την μητέρα και τον πατέρα για να γίνει μία με τη γυναίκα, συσχετίζεται με τον Χριστό και την Εκκλησία (πρβλ. 5, 31 κε.). Επί τη βάσει του μοντέλου της συλλογικής προσωπικότητας η αρχαία Εκκλησία δεν είχε καμιά δυσκολία –σύμφωνα με τη βιβλική σκέψη- από τη μία πλευρά να αναγνωρίσει στη γυναίκα την Μαριάμ απόλυτα προσωπικά και από την άλλη πλευρά υπερβαίνοντας τους χρόνους να θεωρήσει σε αυτή την , τη και τη . Έτσι το μυστήριο της Μαριάμ εντός της ιστορίας αποκτά διαχρονικότητα. Όπως η Μαριάμ - η γυναίκα, έτσι και ο αγαπημένος μαθητής αποτελεί ταυτόχρονα συγκεκριμένη μορφή και της μαθητείας όπως πάντα αυτή πρέπει να παρουσιάζεται. Στον μαθητή, στον αυθεντικό μαθητή μέσα στην αγαπητική κοινωνία με τον Κύριο, θα παραδίνεται η γυναίκα: η Μαριάμ-η Εκκλησία. Ο λόγος του Ιησού στον σταυρό παραμένει ανοικτός για πολλές συγκεκριμένες πραγματοποιήσεις. Πάντα και η γυναίκα αλλά και ο μαθητής θα λαμβάνουν την και σε καθένα θα ανατίθεται να εκπληρώνει ξανά και ξανά στη ζωή του την αποστολή όπως ο Κύριος για αυτόν έχει ορίσει. Ολοένα και πάλι ο μαθητής θα λαμβάνει την εντολή να αποδέχεται στα ίδια την Μαριάμ ως πρόσωπο αλλά και ως εκκλησία και έτσι να εκπληρώνει την τελευταία εντολή του Ιησού. Σύμφωνα με την αφήγηση των Ευαγγελιστών, ο Ιησούς πέθανε προσευχόμενος την ενάτη ώρα, τέ. 3 η ώρα το μεσημέρι. Σύμφωνα με τον Λουκά η τελευταία του προσευχή προέρχεται από τον Ψ. 31: Πατέρα στα χέρια σου παραδίνω το μου (Λκ. 23, 46. Ψ. 31, 6). Σύμφωνα με τον Ιωάννη, η τελευταία φράση του Ιησού είναι το (19, 30). Ο όρος στο ελληνικό κείμενο ανακαλεί την αρχή του πάθους, την ώρα του των ποδών, αφήγηση που εισάγεται από τον Ιωάννη με τον τονισμό ότι ο Ιησούς αγάπησε τους δικούς Του έως τέλους (πρβλ. Ιω. 13, 1). Αυτό το τέλος, αυτή η έσχατη της αγάπης, έφθασε τώρα τη στιγμή του θανάτου. Πραγματικά εκπορεύτηκε μέχρι το τέλος, μέχρι τα όρια και πέρα από αυτά. Εκπλήρωσε το πλήρωμα της αγάπης – πρόσφερε τον Εαυτό Του. Το τελειοῦν στην Τορά σημαίνει καθαγιασμός, στο ιερατικό αξίωμα, τέ. απόλυτη στον Θεό. Θεωρώ ότι επί τη βάσει της αρχιερατικής προσευχής μας επιτρέπεται και να προσλάβουμε και αυτή τη σημασία σε αυτό το χωρίο. Ο Ιησούς τελείωσε την πράξη του καθαγιασμού, της ιερατικής αφιέρωσης του ίδιου του Εαυτού και του κόσμου στον (πρβλ. Ιω. 17, 19). Έτσι σε αυτόν τον όρο διαφωτίζεται το μέγα μυστήριο του Σταυρού. Η νέα λειτουργία ολοκληρώθηκε. Ο σταυρός αντικαθιστά όλες τις άλλες λατρευτικές πράξεις ως ο μόνος αυθεντικός του Θεού, στον οποίο ο Ίδιος (ο Θεός) δοξάζει τον εαυτό Του μέσω Αυτού, στον οποίο μας δωρίζει την αγάπη Του και έτσι μας ελκύει στον Του. Ενώ οι Ρωμαίοι συνειδητά για να τρομοκρατήσουν μετά τον θάνατο άφηναν τους σταυρωμένους στο μαρτυρικό ξύλο, σύμφωνα με το ιουδαϊκό δίκαιο αυτοί έπρεπε να κατεβούν την μέρα (πρβλ. Δτ. 21, 22 κε.). Γι’ αυτό και η αποστολή τού εκτελεστή ήταν συντρίβοντας τα να επιταχύνει τον θάνατο. Έτσι συμβαίνει και με την περίπτωση των εσταυρωμένων στον Γολγοθά. Συντρίβονται τα οστά των δύο ληστών. Τότε, όμως, οι στρατιώτες διαπιστώνουν ότι ο Ιησούς ήδη έχει πεθάνει. Και έτσι εγκαταλείπουν τη συντριβή των οστών. Αντί αυτού κάποιος από αυτούς τρυπά τη δεξιά πλευρά –την - του Ιησού: και αμέσως εξήλθε αίμα και νερό (Ιω. 19, 36). Είναι η ώρα κατά την οποία οι πασχάλιοι αμνοί. Γι’ αυτούς υπήρχε η προδιαγραφή κανένα να μην επιτρέπεται να συντρίβεται (Έξ. 12, 46). Ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο πασχάλιος αμνός που είναι άμωμος και τέλειος. Έτσι σε αυτή τη φράση μας επιτρέπεται να κάνουμε μια σιωπηλή ανασκόπηση στην αρχή της ιστορίας του Ιησού –την ώρα κατά την οποία ο Βαπτιστής είχε διακηρύξει: Να ο του Θεού που αίρει (σηκώνει και ) την αμαρτία του κόσμου (Ιω. 1, 29). Αυτό που τότε παρέμεινε ακατανόητο, που ήταν μόνον μία μυστηριώδης προτύπωση για το μελλοντικό, είναι πλέον πραγματικότητα. Ο Ιησούς είναι το εκλεγμένο από τον Θεό αρνί. Στον σταυρό σηκώνει την ενοχή του κόσμου και την απομακρύνει. Ταυτόχρονα, όμως, απηχείται ο Ψ. 34 όπου σημειώνονται: πολλά του δικαίου τα , μα απ’ όλα αυτά ο Κύριος τον γλιτώνει. Περιφρουρεί την ύπαρξή του: ούτ’ ένα κόκαλό του δεν θα συντριβεί (στ. 20 κε.) . Ο Κύριος ο δίκαιος έπαθε πολλά, τα πάντα, και όμως ο Θεός τον προφυλάσσει: κανένα οστό δικό Του δεν . Αίμα και ύδωρ εξέρχονται από την τρυπημένη καρδιά του Ιησού. Σε όλους τους αιώνες η Εκκλησία σύμφωνα με τον λόγο του Ζαχαρία, έβλεπε σε αυτή την τρυπημένη καρδιά και αναγνώριζε την της ευλογίας που προτυπωνόταν στο αίμα και το νερό. Η φράση μάς ωθεί μάλιστα στην αναζήτηση της βαθύτερης κατανόησης αυτών που συνέβησαν εκεί. Ένα πρώτο στάδιο αυτής της κατανόησης ανακαλύπτουμε στην Α’ Ιωάννη, η οποία υιοθετεί με ένταση την αναφορά στο και το ύδωρ από την πλευρά του Ιησού: Αυτός είναι που έχει έλθει διά του και του αίματος, ο Ιησούς Χριστός. Όχι μόνο με το νερό, αλλά με το νερό και το αίμα. Και το είναι αυτό που δίνει τη μαρτυρία διότι το Πνεύμα είναι η αλήθεια. Διότι τρεις είναι αυτοί που δίνουν τη μαρτυρία: το Πνεύμα και το νερό και το αίμα. Και αυτοί οι τρεις είναι ένα (5, 6 κε.). Τι θέλει ο συγγραφέας να σημάνει πιθανόν με την εμφαντική διαπίστωση ότι ο Ιησούς δεν ήλθε μόνον με νερό αλλά και με αίμα; Μπορούμε να τον θεωρήσουμε υπαινιγμό σε μία τάση, η οποία έδινε αξία μόνον στη Βάπτιση του Ιησού και παραθεωρούσε το σταυρό. Οι Πατέρες στό διπλό ρεύμα του νερού και του αίματος θεώρησαν μία εικόνα για τα δύο βασικά μυστήρια –Ευχαριστία και Βάπτιση- τα οποία ξεπήγασαν από την κεντηθείσα πλευρά του Κυρίου, την καρδιά Του. Είναι το νέο ρεύμα που συγκροτεί την Εκκλησία και ανακαινίζει τους ανθρώπους. Στην ανοιχθείσα πλευρά του Κυρίου που ύπνωσε πάνω στο σταυρό, οι Πατέρες διαπίστωσαν στο ρεύμα των μυστηρίων την καταγωγή της Εκκλησίας: τη δημιουργία της νέας Εύας από την πλευρά του νέου Αδάμ. Ενώ οι Συνοπτικοί ομιλούν από κοινού για μια σεντόνη, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τον πληθυντικό αριθμό (19, 40) σύμφωνα με τα ιουδαϊκά ταφικά έθιμα. Το ερώτημα σχετικά με την ταύτιση με την σινδόνη του δεν είναι ανάγκη να μας απασχολήσει. Σε κάθε περίπτωση η μορφή αυτού του λειψάνου είναι βασικά σύμφωνη και με τις δύο αφηγήσεις. Τέλος ο Ιωάννης μας αφηγείται ότι ο Νικόδημος έφερε ένα μείγμα από μύρα και αλόη, περίπου τριάντα λίτρα. Το πλήθος του βάλσαμου είναι μη φυσιολογικό και υπερβαίνει κάθε συνηθισμένο μέτρο: είναι μια ταφή. Αν στην κλήρωση των ρούχων Του ο Ιησούς απαντά ως αρχιερέας, από το είδος της ταφής προβάλλεται ως βασιλιάς: τις στιγμές στις οποίες όλα εμφανίζονται να τελειώνουν, μυστηριωδώς η δόξα του. Τα συνοπτικά Ευαγγέλια μάς αφηγούνται ότι μερικές γυναίκες θεωρούσαν την ταφή (Μτ. 27, 61. Μκ. 15, 47) και ο Λουκάς αφηγείται ότι ήταν εκείνες που ήλθαν με τον Ιησού από τη Γαλιλαία (23, 55). Επιπλέον προσθέτει: ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν Σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν (23, 56). Θα έλθουν μετά την κατάπαυση του Σαββάτου το πρωί της πρώτης μέρας της εβδομάδας για να αλείψουν το σώμα του Ιησού και έτσι να ολοκληρώσουν την κηδεία. Η χρίση αποτελεί μια προσπάθεια να ο θάνατος, να απαλλαγεί το πτώμα από την . Και όμως αποτελεί μια μάταιη προσπάθεια: η χρίση έχει τη δυνατότητα μόνον να διατηρήσει το νεκρό ως νεκρό, όχι να του χορηγήσει ζωή.

Ερώτηση 3 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 126 βαθμοί) 

Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΙΛΑΤΟ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Β’ Μέρος: Από την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ μέχρι και την Ανάσταση, Αθήνα: Ψυχογιός 2012, σσ. 296. http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001205

Η ανάκριση του Ιησού ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου περατώθηκε με τον τρόπο εκείνο που ανέμενε ο : ο Ιησούς βρέθηκε ένοχος για κάτι που τιμωρούνταν με την καταδίκη. Επειδή μόνον οι Ρωμαίοι είχαν το δικαίωμα να χύσουν , έπρεπε να μεταφερθεί η διαδικασία στον Πιλάτο και να προβληθεί η διάσταση της καταδικαστικής απόφασης. Ο Ιησούς ομολόγησε ότι είναι ο Μεσσίας, άρα σφετερίστηκε το αξίωμα του βασιλιά έστω και με τον του τρόπο. Ο σφετερισμός του μεσσιανικού βασιλείου αποτελούσε πολιτικό παράπτωμα για το οποίο έπρεπε να επιληφθεί η ρωμαϊκή δικαστική αρχή. Με το λάλημα του πετεινού (.00) δηλώθηκε η έλευση της ημέρας. Ο Ρωμαίος επίτροπος φρόντιζε να κάθεται στο κριτήριο τις πρωινές ώρες. Έτσι ο Ιησούς οδηγείται πλέον από τους κατηγόρους του στο Πραιτώριο και παρουσιάζεται στον Πιλάτο ως που αξίζει τη θανατική ποινή. Είναι η ημέρα της Παρασκευής, της προπαρασκευής για τη γιορτή του Πάσχα: το απόγευμα σφαγιάζονταν οι πασχάλιοι για το δείπνο. Γι’ αυτό το σκοπό απαιτείται καθαρότητα. Έτσι δεν μπορούν οι κατήγοροι ιερείς να εισέλθουν στο εθνικό και διαπραγματεύονται με τους Ρωμαίους στον προαύλιο χώρο του κτηρίου. Ο Ιωάννης που μας παραδίδει αυτή τη σημείωση (18, 28 κε.) αφήνει να φανερωθεί με αυτόν τον τρόπο η μεταξύ της συγκεκριμένης εφαρμογής των λατρευτικών προδιαγραφών και του ερωτήματος αναφορικά με την νοοτροπία της : το γεγονός ότι δεν καθιστά ακάθαρτο κάποιον η είσοδος σε εθνικό σπίτι αλλά η εσωτερική νοοτροπία της καρδιάς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τους κατηγόρους. Ταυτόχρονα ο Ευαγγελιστής υπογραμμίζει με αυτόν τον τρόπο ότι το δείπνο δεν είχε ακόμη πραγματωθεί ενώ ακόμη επίκειται η σφαγή των αμνών. Αλλά ερωτούμε καταρχάς: ποιοι ήταν ακριβώς οι κατήγοροι; ποιος πίεσε στο να ληφθεί η θανατική καταδίκη του Ιησού; Στις απαντήσεις των Ευαγγελίων υπάρχουν διαφορές που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Σύμφωνα με τον Ιωάννη είναι απλώς οι . Αλλά αυτή η έκφραση στον Ιωάννη δεν προσδιορίζει με κανένα τρόπο τον ως τέτοιον ούτε έχει χαρακτήρα–όπως ο μοντέρνος αναγνώστης ίσως κατά την ανάγνωση κλίνει -. Εν τέλει και ο ίδιος ο Ιωάννης ήταν εξ επόψεως εθνότητας , όπως και ο αλλά και οι Του. Ολόκληρη η αρχέγονη Εκκλησία αποτελούνταν από . Στον Ιωάννη αυτός ο όρος έχει μια ακριβή και αυστηρά οριοθετημένη σημασία: έτσι προσδιορίζεται η του Ναού –αλλά και αυτοί όχι συλλήβδην όπως καταδεικνύει η αναφορά στον Νικόδημο (7, 50 κε.).Πρακτικά σε αυτόν τον όχλο συγκαταλέγονταν οπαδοί του οι οποίοι κινητοποιήθηκαν αφού αυτός ως εναντίον της ρωμαϊκής δύναμης ήταν φυσικό να βασίζεται σε έναν αριθμό φίλων, ενώ όσοι ακολουθούσαν τον παρέμεναν κρυμμένοι ένεκα φόβου. Κι έτσι η φωνή του λαού στην οποία εδραζόταν το ρωμαϊκό δίκαιο εκπροσωπούνταν . Στο Ιω. 18, 34 κε. σαφώς αναφέρεται ότι από τις ιδιαίτερες πληροφορίες που διέθετε ο τίποτε δεν προέκυπτε ενάντια στον Ιησού. Τίποτε δεν είχε κοινοποιηθεί στις ρωμαϊκές αρχές που να είχε απειλήσει με κάποιο τρόπο τη νόμιμη . Θα ήταν για τον Πιλάτο το γεγονός ότι οι συμπατριώτες του Ιησού βρίσκονταν απέναντί Του ως υπερασπιστές της ενώ από ό,τι αυτός γνώριζε δεν φαινόταν απαραίτητη μια παρέμβαση. Και όμως κατά την ανάκριση ξαφνικά προκύπτει μια στιγμή που προκαλεί: η του Ιησού. Στην ερώτηση του Πιλάτου Λοιπόν είσαι εσύ ένας βασιλιάς; Αυτός απαντά: Εσύ το ότι εγώ είμαι . Εγώ γι’ αυτό το σκοπό έχω γεννηθεί και έχω έλθει στον κόσμο για να δώσω μαρτυρία σχετικά με την . Καθένας που προέρχεται από την αλήθεια, αφουγκράζεται τη μου (Ιω. 18, 37) . Προηγουμένως ο Ιησούς είχε ήδη αναφέρει: Η δική μου βασιλεία δεν είναι απ’ αυτόν τον κόσμο. Εάν ήταν κοσμική η βασιλεία μου, οι υπηρέτες μου θα αγωνίζονταν για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα, όμως, η δική μου βασιλεία δεν είναι από εδώ (18, 36) . Αυτή η Ομολογία του Ιησού μεταθέτει τον Πιλάτο ενώπιον μιας αξιοσημείωτης κατάστασης: ο κατηγορούμενος αξιώνει και βασίλειο (βασιλεία). Τονίζει, όμως, το εντελώς του βασιλείου του . Ενώ, όμως, η και μάλιστα η είναι χαρακτηριστική για την , τέτοια στοιχεία δεν διαθέτει ο Ιησούς. Ως προς αυτό το σημείο δεν προκύπτει απειλή για τις ρωμαϊκές διατάξεις. Αυτό το βασίλειο δεν είναι βίαιο. Δεν διαθέτει . Ο Ιησούς εισήγαγε δίπλα στη σαφή του όρου βασιλεία (κανείς δεν πολεμά, επίγεια άρνηση ισχύος) έναν θετικό όρο για να μας κάνει προσβάσιμα την ουσία και το ιδιάζον είδος της δύναμης αυτού του βασιλείου: η . Ο Πιλάτος κατά την περαιτέρω εξέλιξη της δίκης χρησιμοποιεί έναν άλλο όρο που προέρχεται από τον κόσμο του και φυσιολογικά συνδέεται με το βασίλειο: . Η κυριαρχία απαιτεί δύναμη και μάλιστα την προσδιορίζει. Ο Ιησούς αντίθετα προσδιορίζει ως ουσία του βασιλείου του τη για την αλήθεια. Είναι άραγε η αλήθεια μια κατηγορία; Το βασίλειο του Ιησού δεν έχει να κάνει με την πολιτική; Σε αυτήν ποια τάξη (κανονισμοί) ανήκει; Ο Ιησούς θεμελιώνει τη δική του εκδοχή περί του βασιλείου και της αυτοκρατορίας στην ως θεμελιώδη κατηγορία και ο πραγματιστής Πιλάτος ερωτά με τρόπο που είναι απόλυτα κατανοητός: τι είναι αλήθεια; (18, 38). Είναι η ερώτηση την οποία θέτει και η μοντέρνα διδασκαλία περί πολιτείας: είναι δυνατόν η πολιτική να αποδεχθεί την αλήθεια ως στη δομή της; Ή πρέπει αυτή να αφήσει την αλήθεια ως κάτι μη προσιτό που αφορά στην και αντί αυτής να δει πώς θα βγάλει άκρη με τα διαθέσιμα της ισχύος για να εγκαθιδρύσει την ειρήνη και τη δικαιοσύνη; Αφού δεν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας περί του τι είναι η αλήθεια, αυτή δεν χρησιμοποιείται ως πάτημα συγκεκριμένων παραδόσεων οι οποίες στην πραγματικότητα συνιστούν μόνον διατήρησης της εξουσίας; Αλλά από την άλλη πλευρά τι συμβαίνει όταν η αλήθεια δεν υπολογίζεται; Ποια είναι τότε δυνατή; Άραγε δεν υπάρχουν κοινά που να εγγυώνται αληθινά δικαιοσύνη για όλους –κριτήρια τα οποία δεν υπακούουν στην των απόψεων που αλλάζουν και στους που συσσωρεύουν εξουσία; Δεν είναι αληθινό ότι οι μεγάλες δικτατορίες έζησαν από τη δύναμη του ιδεολογικού ψέματος και ότι μόνον η μπορούσε να απελευθερώσει; Τι είναι η αλήθεια; Η ερώτηση του που διατυπώθηκε με είναι μια πολύ σοβαρή ερώτηση που αφορά ουσιαστικά την της ανθρωπότητας. Τι είναι λοιπόν η αλήθεια; Μπορούμε να την αναγνωρίσουμε; Έχει τη δυνατότητα αυτή να εισέλθει ως κριτήριο στη σκέψη και τη βούλησή μας, και κάθε ανθρώπου μεμονωμένα αλλά και στη ζωή της κοινότητας; Στον κόσμο αλήθεια και πλάνη - είναι πάντα σχεδόν αδιαχώριστα. Ο κόσμος είναι αληθινός εφόσον τον Θεό, το δημιουργικό , τον αιώνιο από τον οποίο προήλθε. Και γίνει τόσο πιο αληθινός όσο τον Θεό. Ο άνθρωπος γίνεται αληθινός, ο του, όταν γίνεται όπως τον ο Θεός. Έτσι φθάνει στην αυθεντική του ουσία. Ο Θεός είναι η ύπαρξη και η αλήθεια που χορηγεί νόημα. Η κατάθεση μαρτυρίας για την αλήθεια σημαίνει να προβληθεί ο και το θέλημά Του απέναντι στα του κόσμου και των δυνάμεών του. Υπό αυτή την έννοια η αλήθεια είναι ο αυθεντικός που χορηγεί σε όλα τα πράγματα το και το τους. Θα μπορούσαμε επίσης να ισχυριστούμε: Η κατάθεση μαρτυρίας για την αλήθεια σημαίνει να διαβάζεται με τετοιο τρόπο η και να εισχωρούμε στην αλήθεια της με σημείο αφετηρίας τον Θεό, το δημιουργικό Νου, ώστε να γίνει σταθμός και κριτήριο-οδοδείκτης στον κόσμο- ώστε απέναντι στους μεγάλους και τους ισχυρούς να αντιπαρατίθεται η δύναμη της , το όλων από κοινού, το δίκαιο της αλήθειας. Τι είναι η αλήθεια; Αυτό το ερώτημα δεν το άφησε κατά μέρος μόνον ο Πιλάτος επειδή θεώρησε ότι δεν έχει απάντηση αλλά και ως μη έχον κάποια σημασία για την του. Και σήμερα στον διάλογο αλλά και σε αυτόν για τη διαμόρφωση του το ερώτημα για την αλήθεια φαίνεται . Αλλά χωρίς την αλήθεια ο άνθρωπος ζει εκτός του εαυτού του, εγκαταλείπει το πεδίο τελικά στον . Λύτρωση με την τέλεια έννοια μπορεί να υφίσταται όταν αναγνωρίζεται η αλήθεια. Βεβαίως ο Πιλάτος ήταν . Αλλά ως άνθρωπος της αρχαιότητας λάμβανε υπόψιν το γεγονός ότι θα μπορούσαν να εμφανιστούν όντα με ανθρώπινη μορφή. Ο Ιωάννης αναφέρει ότι οι Ιουδαίοι κατηγόρησαν τον Ιησού ότι έκανε τον εαυτό Του Θεού. Και συνεχίζει: Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον (19, 8). Θεωρώ ότι ο Πιλάτος ήρθε αντιμέτωπος με αυτόν τον φόβο: μήπως ήταν αλήθεια κάτι σε αυτόν τον άνθρωπο; Μήπως στρεφόταν ενάντια σε μια θεϊκή δύναμη εάν τον καταδίκαζε; Μήπως έπρεπε να υπολογίζει με την οργή αυτών των δυνάμεων; Θεωρώ ότι η στάση του σε αυτή τη δίκη δεν κατανοείται μόνο από μία συγκεκριμένη βούληση για , αλλά ακριβώς και από αυτές τις σκέψεις. Οι κατήγοροι διακρίνουν με σαφήνεια αυτό το γεγονός και τότε συσσωρεύουν τον ένα πάνω στον άλλον. Απέναντι στον δεισιδαίμονα φόβο μια πιθανής θεϊκής παρουσίας αντιπαραθέτουν τον απόλυτα πρακτικά φόβο να χαθεί η εύνοια του , η του και έτσι να βυθιστεί στο . Η φράση ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ τοῦ Καίσαρος• πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι (19, 12) αποτελεί μια απειλή. Στο τέλος ο φόβος για την αποδεικνύεται δυνατότερος από αυτόν ενώπιον στις δυνάμεις. Η πρώτη πράξη εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο Πιλάτος παρουσιάζει τον Ιησού ως τον έναν υποψήφιο για την αμνηστία του Πάσχα και επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να τον απελευθερώσει. Βεβαίως έτσι εμπλέκεται σε μια μοιραία κατάσταση. Όποιος προσφέρεται ως υποψήφιος για είναι ήδη καταδικασμένος. Η ανθρωπότητα πάντα θα βρίσκεται ενώπιον αυτής της : ναι στον Θεό που επενεργεί μόνον με τη δύναμη της αλήθειας και της αγάπης ή στο συγκεκριμένο, το απτό τη . Οι οπαδοί του Ιησού απουσιάζουν από το χώρο της δίκης ένεκα του φόβου. Αλλά απουσιάζουν επίσης διότι δεν λειτουργούν ως . Τη δεύτερη πράξη ο Ιωάννης τη συμπεριλαμβάνει στην πρόταση Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ (19, 1). Η μαστίγωση ήταν η τιμωρία η οποία στο ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο αποτελούσε συνοδευτική της καταδίκης εις . Στον Ιωάννη αντιθέτως εμφανίζεται ως πράξη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ένα μέτρο το οποίο ο έπαρχος είχε την εξουσιοδότηση επί τη βάσει της αστυνομικής εξουσίας. Ήταν μία απόλυτα βάρβαρη και πράξη. Η τρίτη πράξη είναι η στεφάνωση με αγκάθια. Οι στρατιώτες διεξάγουν με τον Ιησού το ωμό τους παιχνίδι. Η ιστορία των θρησκειών γνωρίζει τη μορφή του βασιλιά της χλεύης –που συγγενεύει με τη μορφή του αποδιοπομπαίου τράγου. Πάνω του φορτώνονται όλα αυτά που καταθλίβουν τους ανθρώπους. Έτσι πρέπει να εξοβελιστούν από τον κόσμο. Εν αγνοία τους οι στρατιώτες επιτελούν όσα δεν μπορούσαν να συμβούν σε εκείνα τα τελετουργικά και έθιμα: για χάρη της δικής μας σωτηρίας εκείνος τιμωρήθηκε και στις πληγές του βρήκαμε εμείς τη γιατρειά (Ησ. 53, 5 ). Ως τέτοια μορφή που αποτελεί αντικείμενο εμπαιγμού οδηγείται ο Ιησούς στον Πιλάτο και ο Πιλάτος τον παρουσιάζει στο πλήθος –την ανθρωπότητα-: ιδού ο άνθρωπος- κοιτάξτε τον άνθρωπο (Ecce homo. Ιω. 19, 5). Ο Ρωμαίος δικαστής είναι πιθανόν συγκλονισμένος από τη χτυπημένη και εμπαιγμένη μορφή αυτού του μυστηριώδους κατηγορουμένου. Συμπάσχει με αυτούς που τον βλέπουν. Ιδού ο άνθρωπος- Ecce : η φράση εμπεριέχει από μόνη της βάθος που υπερβαίνει τη στιγμή που εκφωνήθηκε. Στον Ιησού εμφανίζεται ο εν γένει, η έσχατη όλων των χτυπημένων, των . Στα δεινά του αντικατοπτρίζεται η απανθρωπιά της ανθρώπινης που καταπατά τους . Σε Αυτόν αντικατοπτρίζεται αυτό που ονομάζουμε : πώς γίνεται ο άνθρωπος όταν αποστρέφεται τον Θεό και λαμβάνει ο ίδιος στα χέρια του την παγκόσμια κυριαρχία. Αλλά ισχύει και κάτι άλλο: δεν μπορεί να αφαιρεθεί από τον Ιησού η εσωτερική του . Ο κρυμμένος Θεός παραμένει σε αυτόν. Και ο χτυπημένος και ταπεινωμένος άνθρωπος παραμένει του Θεού. Από τότε που ο Ιησούς επιτρέπει να τον χτυπήσουν, όλοι οι τραυματισμένοι και χτυπημένοι αποτελούν εικόνα του που θέλησε να πάθει για χάρη μας. Έτσι ο Ιησούς στο μέσον του πάθους συνιστά εικόνα της ελπίδας: ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό των πασχόντων. Στο τέλος ο Πιλάτος κάθεται στη δικαστική του . Για άλλη μια φορά λέει: κοιτάξτε ο σας (Ιω. 19, 16). Και μετά εκφωνεί την καταδίκη σε θάνατο. Βεβαίως η μεγάλη αλήθεια για την οποία του μίλησε ο Ιησούς ήταν μη προσβάσιμη σε αυτόν. Αλλά τη συγκεκριμένη αλήθεια αυτής της περίπτωσης τη γνώριζε επακριβώς. Γνώριζε ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας και ότι η βασιλεία που αξίωνε δεν συνιστούσε πολιτικό –και ότι έπρεπε συνεπώς να τον αθωώσει. Ως έπαρχος εκπροσωπούσε το ρωμαϊκό δίκαιο στο οποίο εδραζόταν η ρωμαϊκή της αυτοκρατορίας όπως και μέσω της στρατιωτικής . Ο Πιλάτος γνώριζε την αλήθεια αυτής της περίπτωσης και ένεκα τούτου γνώριζε τι απαιτούσε από αυτόν η δικαιοσύνη. Αλλά στο τέλος κυριάρχησε σε αυτόν η εκδοχή του δικαίου: σημαντικότερη από την αλήθεια της υπόθεσης είναι η δύναμη του που ισχυροποιεί την ειρήνη: αυτό σκέφτηκε και εσωτερικά αυτοδικαιώθηκε. Μια αθώωση του αθώου δεν θα μπορούσε να του προκαλέσει προσωπικά ζημιές –ο φόβος γι’ αυτό αποτέλεσε ασφαλώς ένα αποφασιστικής σημασίας κίνητρο της πράξης του-: θα μπορούσε να προκαλέσει επίσης μεγαλύτερες οργής και που έπρεπε να αποφευχθούν τις ημέρες του . Γι’ αυτόν σε αυτήν την περίπτωση η υπερείχε της δικαιοσύνης. Όχι μόνο η μεγάλη μη προσβάσιμη αλήθεια αλλά και η συγκεκριμένη αλήθεια της υπόθεσης έπρεπε να οπισθοχωρήσουν: έτσι πίστευε ότι εκπληρώνει το αυθεντικό νόημα του δικαίου –την ειρηνοποιό του λειτουργία. Έτσι ήθελε να εφησυχάζει τη συνείδησή του. Προς στιγμήν φαίνονταν ότι όλα έβαιναν καλώς. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε ήρεμη. Αλλά το γεγονός ότι η ειρήνη εν τέλει δεν μπορεί να επιτευχθεί εναντίον της αλήθειας θα καταδειχθεί αργότερα.

Ερώτηση 4 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 83 βαθμοί) 

ΙΟΥΔΑΣ ΚΑΙ ΠΕΤΡΟΣ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Β’ Μέρος: Από την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ μέχρι και την Ανάσταση, Αθήνα: Ψυχογιός 2012, σσ. 296. http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001205

Η περικοπή της νίψης των ποδών μας φέρνει αντιμέτωπους με δύο διαφορετικές μορφές του ανθρώπου σε αυτή τη : Ιούδας και Πέτρος. Αμέσως μετά το λόγιο περί του παραδείγματος, ο Ιησούς έρχεται στην αναφορά της περίπτωσης του Ιούδα. Ο Ιωάννης μας αναφέρει ότι ο Ιησούς στα μύχια της ύπαρξής Του και το επιβεβαίωσε ως εξής: Αφού είπε αυτά ο Ιησούς μέσα του και έδωσε την εξής μαρτυρία: Αληθινά, αληθινά σας λέγω κάποιος από εσάς θα με προδώσει (παραδώσει) (13, 21) . Ο Ιωάννης ομιλεί τρεις φορές για το του Ιησού: στον τάφο του (11, 33. 38), κατά την Κυριακή των Βαΐων μετά το λόγιο για το της γης που πρέπει να πεθάνει και ανακαλεί τις στιγμές του όρους των Ελαιών (12, 24-27) και τέλος σε αυτό το σημείο. Πρόκειται για στιγμές στις οποίες ο Ιησούς συναντά το μεγαλείο του και συγκλονίζεται από την ισχύ του με το οποίο έχει την εντολή να παλέψει και να . Η προαναγγελία της προδοσίας προκαλεί, όπως είναι αναμενόμενο, αναστάτωση και ταυτόχρονα : Ήταν καθισμένος στο τραπέζι ένας εκ των μαθητών του που είχε γείρει στην αγκαλιά του Ιησού και Αυτός τον ιδιαιτέρως. Του κάνει λοιπόν νεύμα ο Σίμων Πέτρος για να πληροφορηθεί ποιος είναι εκείνος στον οποίο αναφέρεται. Αυτός αφού έγειρε τότε στο στήθος τού Ιησού τον ρωτά: Κύριε ; Απαντά ο Ιησούς: είναι εκείνος στον οποίο θα προσφέρω τη που θα βουτήξω στο . Κι αφού βούτηξε τη μπουκιά τη δίνει στον του τον Ισκαριώτη (13, 23 κε.). Για την κατανόηση αυτού του κειμένου πρέπει καταρχάς να αναλογιστούμε τι ήταν προκαθορισμένο για αυτούς που κατά το πασχάλιο γεύμα. Οι συμμετέχοντες σε ένα γεύμα ανακλίνονταν στην τους πλευρά. Έτσι με το αριστερό βραχίονα στηριζόταν το σώμα και το ήταν ελεύθερο για χρήση. Ο μαθητής δεξιά του Ιησού είχε το κεφάλι του ακριβώς ενώπιον του Ιησού, και έτσι μπορούσε κάποιος αντιστοίχως να ισχυριστεί ότι ακουμπούσε στο στήθος Του. Σαφέστατα βρισκόταν σε θέση να συνομιλήσει με τον Ιησού αλλά η θέση που κατείχε δεν ήταν αυτή με την τιμή. Αυτή ήταν του αμφιτρύονα». Σε αυτή βρισκόταν ο Ιούδας. ο Ιωάννης κάνοντας μια εκ των υστέρων ανασκόπηση, προσέδωσε στην απάντηση του Κυρίου σαφήνεια, η οποία απουσίαζε εκείνη τη στιγμή από τους παρόντες. Ο στ. 18 μας οδηγεί στην ορθή ατραπό. Εν προκειμένω αναφέρει ο Ιησούς: Οὐ περὶ ὑμῶν λέγω• ἐγὼ οἶδα τίνας ἐξελεξάμην• ἀλλ᾽ ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ• «ὁ μου τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ᾽ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ» (πρβλ. Ψ. 41, 10. Ψ. 55, 14). Αυτός είναι ο κλασικός τρόπος με τον ομιλεί ο Ιησούς: με λόγια από τη επεξηγεί την πορεία και με αυτόν τον τρόπο παράλληλα την εντάσσει στη του Θεού, τη λογική της ιστορίας της θείας Οικονομίας. Εκ των υστέρων αυτά τα λόγια είναι απολύτως . Καταδεικνύεται ότι η Γραφή αληθινά περ]ιγράφει την πορεία Του- αλλά εκείνη τη στιγμή παραμένει το . Καταδεικνύεται ότι ο Κύριος μέχρι τέλους, μέχρι και τις λεπτομέρειες πρέπει να υποστεί τη μοίρα των παθών η οποία ποικιλοτρόπως απαντά κατεξοχήν στους Ψαλμούς. Ο Ιησούς πρέπει να ζήσει την ακόμη και στον εσώτατο κύκλο των φίλων Του και έτσι να εκπληρωθεί η Γραφή. Με αυτό τον τρόπο ο Ιησούς αναδεικνύεται ως το αυθεντικό υποκείμενο των Ψαλμών, ως ο Δαυίδ από τον οποίο αυτοί (οι Ψαλμοί) προέρχονται και διά του οποίου νοηματοδοτούνται. Ο Ιωάννης πρόσθεσε μια νέα στην προφητεία την οποία ανακάλεσε ο Ιησούς αναφορικά με την πορεία Του ως εξής: στη θέση της έκφρασης που χρησιμοποιείται από την των Ο’, επιλέγει τον όρο , με τον οποίο ο Ιησούς είχε προσδιορίσει στην εκτενή περί του άρτου Ομιλία Του τη βρώση της σάρκας και του αίματος, άρα και τη μετάληψη του μυστηρίου της Ευχαριστίας (Ιω. 6, 54-58). Έτσι το ψαλμικό λόγιο προσκιάζει την Εκκλησία της εποχής του (Ιωάννη) και όλων των εποχών που εορτάζει την Ευχαριστία αλλά βιώνει και την προδοσία. Ο Ιωάννης δεν μας δίνει ερμηνεία για την πράξη του Ιούδα. Το μοναδικό σημείο που μας προσφέρει έγκειται στην αναφορά ότι ο Ιούδας ως του κύκλου των μαθητών καταχράτο τα (12, 6). Στη συνάφειά μας αναφέρει λακωνικά ο Ευαγγελιστής: Και μετά τη μπουκιά, εισήλθε σε εκείνον ο . Του λέγει ο Ιησούς: Αυτό που είναι να κάνεις, να το κάνεις . (13, 27) . Τι συνέβη με τον Ιούδα δεν είναι δυνατόν να επεξηγηθεί για τον Ιωάννη πλέον ψυχολογικά. Λειτουργεί υπό την κυριαρχία κάποιου άλλου. Όποιος καταλύει τη με τον Ιησού, πετά από πάνω του τον του ζυγό, δεν έρχεται στο πεδίο της και δεν γίνεται ελεύθερος αλλά υποκύπτει σε άλλες –ή ακόμη περισσότερο: η προδοσία της φιλίας έρχεται κατόπιν παρέμβασης μιας άλλης την οποία ο ίδιος έχει ανοίξει τον εαυτό Του. Το φως, το οποίο από τον Ιησού ρίχτηκε στην ψυχή του Ιούδα, δεν σβήστηκε βέβαια ολότελα. Υπάρχει μια διέξοδος για (Μτ. 27, 3 κε.). Όλα τα καθαρά και μεγάλα που έλαβε από τον Ιησού, βρίσκονταν στην ψυχή Του –δεν μπορούσε να τα . Η δεύτερη τραγωδία του –μετά την προδοσία- είναι ότι δεν διαθέτει πλέον το κουράγιο να πιστέψει στη . Η μεταστροφή του καταντά . Αντικρίζει μόνον τον εαυτό του και το σκότος και πλέον όχι το του Ιησού που μπορεί να καταυγάσει το σκότος και να το υπερνικήσει. Έτσι μας δείχνει τον λάθος τρόπο μετάνοιας: μετάνοια που τίποτε δεν μπορεί να ελπίζει αλλά αντικρίζει μόνον το προσωπικό σκότος είναι καταστροφική και δεν είναι η ορθή μετάνοια. Στην ορθή μετάνοια ανήκει η βεβαιότητα της ελπίδας που προέρχεται από την πίστη στην ισχυρότερη δύναμη του φωτός, το οποίο εν τω Ιησού έγινε σάρκα. Ο Ιωάννης κατακλείει δραματικά την περικοπή για τον Ιούδα με τα λόγια: λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος ἐξῆλθεν εὐθύς. ἦν δὲ νύξ (13, 30). Ο Ιούδας εξέρχεται -με μια βαθύτερη έννοια. Πηγαίνει στο σκότος, από το φως βαδίζει στο σκότος: τον κυρίεψε η δύναμη του σκότους (πρβλ. Ιω. 3, 19. Λκ. 22, 53). Το Ιω. 13 μας αφηγείται δύο μεταξύ του Ιησού και του Πέτρου, στους οποίους διακρίνονται δύο όψεις του . Καταρχάς ο Πέτρος δεν θέλει να του πλύνει ο Ιησούς τα πόδια, αφού αυτό της δικής του αντίληψης περί της σχέσης ανάμεσα στον και τους μαθητές αλλά και στην εικόνα περί του που έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο του . Η αντίστασή του εναντίον της νίψης των ποδιών βασικά είναι η ίδια με την αντίθεσή του ενάντια στην προαναγγελία του πάθους του Ιησού μετά την Ομολογία στην του Φιλίππου. Στο δεύτερο διαλογικό μέρος αφού έχει αποχωρήσει ο Ιούδας και αφού έχει κηρυχθεί η καινούργια εντολή, το θέμα είναι το . Εμφανίζεται με τη χρήση του ρήματος . Σύμφωνα με τον Ιωάννη ο Ιησούς σε δύο ευκαιρίες είχε ομιλήσει για τη του εκεί όπου οι Ιουδαίοι δεν να έλθουν (7, 34 κε.. 8, 21 κε.). Την μία φορά εκείνοι λένε: Άραγε θέλει να πάει στη στους Έλληνες και να τους διδάξει; (7, 35). την άλλη: θέλει να ; (8, 22). Και τις δύο φορές διαισθάνονται το σωστό και όμως ουσιαστικά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν την . Βεβαίως η μετάβασή Του είναι μια πορεία στα τρίσβαθα του –αλλά όχι μέσω της αυτοκτονίας αλλά μέσω τού να μεταμορφώσει έναν θάνατο σε ελεύθερη της ζωής Του (πρβλ. 10, 18). Παρόμοια ο Ιησούς βεβαίως δεν πορεύτηκε στην Ελλάδα, αλλά μέσω της σταύρωσης και της ανάστασης πρακτικά ήλθε στους και έδειξε στον εθνικό κόσμο τον Πατέρα, τον ζώντα Θεό. Κατά την ώρα της νίψης των ποδιών και στο κλίμα του αποχαιρετισμού που χαρακτηρίζει όλη την περικοπή, ο Πέτρος πλέον απόλυτα ανοικτά ρωτά τον δάσκαλό του: Κύριε πού ; Και πάλι λαμβάνει μία απάντηση: εκεί όπου εγώ πηγαίνω εσύ δεν μπορείς τώρα να ακολουθήσεις. Όμως θα με ακολουθήσεις (13, 36). Ο Πέτρος συλλαμβάνει το γεγονός ότι ο Ιησούς ομιλεί για τον επικείμενο θάνατό Του και πλέον επιθυμεί να τονίσει την απόλυτη μέχρι θανάτου πιστότητα στο πρόσωπό Του: γιατί δεν μπορώ να ακολουθήσω; Θα την ζωή μου για (13, 37). Όντως κατόπιν στο όρος των Ελαιών τραβώντας το ξίφος πρόκειται να επιδείξει την ετοιμότητά του να πραγματοποιήσει την πρότασή του. Αλλά πρέπει να μάθει ότι το μαρτύριο δεν αποτελεί επίδοση, αλλά προϊόν της , η οποία δίνει τη δυνατότητα να πάθει κάποιος για τον Ιησού. Ο Πέτρος οφείλει να αποστασιοποιηθεί από τον των δικών του πράξεων και να μάθει την του μαθητή. Η θέλησή του για χτύπημα, ο ηρωισμός του ολοκληρώνεται με την . Για να εξασφαλίσει θέση κοντά στη φωτιά στο του αρχιερατικού Παλατιού και να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα πληροφορημένος για την του Ιησού ισχυρίζεται ότι δεν τον . Ο ηρωισμός του καταρρέει στη μικρόπνοη τακτική του. Πρέπει να μάθει να την ώρα του. Πρέπει να κατανοήσει την πορεία της μαθητείας, έτσι ώστε να οδηγηθεί κατόπιν στη δική του , εκεί όπου δεν θα θέλει (Ιω. 21, 18) και να λάβει τη χάρη του μαρτυρίου. Αφού ο Κύριος επεξήγησε στον Πέτρο την αναγκαιότητα της νίψης, αυτός απαντά: αφού είναι έτσι, τότε να του πλύνει όχι μόνον τα πόδια αλλά και τα χέρια και το κεφάλι. Η απάντηση του Ιησού είναι και πάλι αινιγματική: αυτός πού έρχεται από το , είναι απόλυτα καθαρός και χρειάζεται μόνον να πλύνει τα πόδια (13, 10). Τι σημαίνει αυτό; Επειδή και οι βαπτισμένοι παραμένουν αμαρτωλοί έχουν ανάγκη την ομολογία των αμαρτιών η οποία μας καθαρίζει από κάθε αδικία.Τελικά πρόκειται για το εξής: η ενοχή δεν επιτρέπεται να λιμνάζει στην ησυχία της καρδιάς και έτσι να τη δηλητηριάζει εκ των ένδον. Χρειάζεται εξομολόγηση. Μέσω της ομολογίας την φέρνουμε στο φως, την εντάσσουμε στην καθαρτήρια αγάπη του Χριστού (πρβλ. Ιω. 3, 20 κε.). Κατά την Ομολογία ο Κύριος καθαίρει πάντα εκ νέου τα βρόμικα πόδια μας και μας ετοιμάζει για την κοινωνία της τραπέζης μαζί Του. Βασικά και στους δύο διαλόγους συμβαίνει το ίδιο: να μην προδιαγράφουμε στον Θεό τι πρέπει να κάνει, αλλά να μάθουμε να τον αποδεχόμαστε όπως αυτός μας αποκαλύπτεται.

Ερώτηση 5 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 52 βαθμοί) 

ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Β’ Μέρος: Από την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ μέχρι και την Ανάσταση, Αθήνα: Ψυχογιός 2012, σσ. 296. http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001205

Μετά τη νίψη των ποδών στο Κατά Ιωάννη ακολουθούν τα λόγια του Ιησού (κεφ. 14-16) τα οποία καταλήγουν στο κεφ. 17 σε μια μεγάλη προσευχή την οποία ο λουθηρανός Θεολόγος David Chytraeus (1530–1600) χαρακτήρισε ως Προσευχή. αυτή η Προσευχή μπορεί να κατανοηθεί μόνον με φόντο τη λειτουργία της ιουδαϊκής εορτής του Εξιλασμού (Jom ha-Kippurim). Το τελετουργικό της εορτής με το πλούσιο θεολογικό περιεχόμενο κυριολεκτικά πραγματοποιείται στην προσευχή του Ιησού: το τελετουργικό μεταφράζεται στην πραγματικότητα που προτυπώνεται από αυτό. Ό,τι παρουσιάζεται στα τελετουργικά, πραγματώνεται τώρα αυθεντικά και συμβαίνει τελειωτικά. Για να κατανοηθεί αυτό, καταρχάς πρέπει να εξετάσουμε το τελετουργικό της εορτής του , που περιγράφεται στο Λευιτικό (κεφ. 16 και 23, 26-32)και είναι η του λειτουργικού έτους. Αυτή την ημέρα ο αρχιερέας μέσω των αντίστοιχων θυσιών (δύο για την θυσία περί αμαρτίας, ένα για ολοκαύτωμα και ένα : 16, 5 κε.) θα ενεργήσει εξιλέωση καταρχάς για τον του, μετά για τον του, τέ. για το του Ισραήλ εν γένει και τελικά για όλη την του Ισραήλ (16, 17): με αυτόν τον τρόπο θα κάνει για τα άγια των αγίων την τελετουργία του εξιλασμού για τις ανομίες των Ισραηλιτών που τις προξένησαν οι παραβάσεις τους και οι αμαρτίες τους. Σε αυτά τα τελετουργικά εκφέρει ο αρχιερέας του ενιαυτού ενώπιον του Θεού το μη άγιο Όνομα που αποκάλυψε ο Θεό στη φλεγόμενη –το όνομα διά του οποίου ταυτόχρονα έγινε απτός για τον Ισραήλ. Έτσι ο σκοπός της ημέρας του Εξιλασμού είναι να ξαναδώσει στον άγιο λαό μετά με τα παραπτώματα ενός έτους την του ως λαού, να τον ξαναοδηγήσει στον προορισμό του να είναι λαός του Θεού ανάμεσα στον κόσμο. Υπό αυτή την έποψη, πρόκειται για εκείνο που είναι ο εσώτατος στόχος όλης της : να δημιουργηθεί ένας χώρος στην αγάπη του Θεού, στο άγιο θέλημά Του. Η δομή του τελετουργικού που περιγράφεται από το Λευ. 16 υιοθετείται απόλυτα στην Προσευχή του Ιησού: όπως ο ίδιος ο αρχιερέας εξιλάσκεται περί του του, του ιερατείου και ολόκληρης της κοινότητας του Ισραήλ, έτσι και ο Ιησούς προσεύχεται για τον εαυτό Του, τους και τελικά για όλους όσους μελλοντικά πρόκειται να πιστέψουν διά του λόγου Του σε Αυτόν –για την όλων των εποχών (πρβλ. Ιω. 17, 20). Αγιάζει τον εαυτό Του μέσω της αυτο-θυσίας και διενεργεί αγιότητα για τους δικούς Του μέσω της συσσωμάτωσης. Παρά την οριοθέτηση έναντι του (πρβλ. Ιω. 17, 9), πρόκειται για τη όλων, για τη ζωή του Κόσμου ολόκληρου (πρβλ. 6, 51). Η προσευχή του Ιησού τον καταδεικνύει ως αρχιερέα της εορτής του Εξιλασμού. Ο σταυρός Του και η ύψωσή Του είναι η εξιλαστήρια μέρα του κόσμου, στην οποία ανακαλύπτει το νόημά της ολόκληρη η παγκόσμια ιστορία απέναντι στην ανθρώπινη ενοχή και όλες τις καταστροφές που αυτή επιτελεί, αφού αναδεικνύεται ο αυθεντικός της στόχος (το για να και το για πού). Τοιουτοτρόπως η θεολογία του Ιω. 17 αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτό που με λεπτομέρεια περιγράφει η Προς . Η πνευματική εμβάθυνση και ανακαίνιση της ιδέας του ιερατείου, που απαντά στο Ιω. 17, ήδη έχει προεκπληρωθεί στα άσματα του Δούλου του Ησαΐα και ιδιαίτερα στο Ησ. . Ο δούλος του Θεού ο οποίος σηκώνει πάνω Του την όλων (53, 6) και ο οποίος παραδίδει την ζωή Του θυσία (53, 10) φέροντας τις αμαρτίες των πολλών (53, 12) και επιτελώντας με όλα αυτά τη διακονία του Αρχιερέως, εκπληρώνει εκ των ένδον τη μορφή του ιερατείου. Είναι ταυτόχρονα και και έτσι επενεργεί την . Τα άσματα του πάσχοντος Δούλου του Κυρίου υιοθετούν ολόκληρη την πορεία της εμβάθυνσης της ιδέας του ιερατείου και της λατρείας, όπως επιχειρήθηκε στην παράδοση και ιδιαίτερα στον . Έστω κι αν στο Ιω. 17 δεν απαντά κάποιο άμεσο απήχημα των ασμάτων του πάσχοντος Δούλου, το όραμα του Ησ. 53 είναι σε κάθε περίπτωση θεμελιώδους σημασίας για την καινούργια κατανόηση του ιερατείου και της λατρείας που παρουσιάζεται σε ολόκληρο το Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο και ιδιαίτερα στην αρχιερατική Προσευχή. Αιώνια Ζωή δεν είναι η ζωή μετά σε αντίθεση προς τη ζωή τώρα, η οποία ακριβώς είναι . Αιώνια ζωή είναι η ίδια η ζωή, η ζωή, η οποία μπορεί να βιωθεί και κατά τη διάρκεια αυτού του καιρού και δεν πλήττεται κατόπιν διά του φυσικού θανάτου. Περί αυτού ακριβώς πρόκειται: σήμερα ήδη να αρπάξουμε τη ζωή, την αυθεντική ζωή, η οποία δεν μπορεί από τίποτε και κανέναν να καταστραφεί. Αυτή η αιώνια Ζωή είναι ένα γεγονός . Ο άνθρωπος δεν την λαμβάνει από μόνος του και για αυτόν μόνο. Διά της σχέσης με Αυτόν ο οποίος είναι η αυτοζωή, γίνεται και ο ίδιος . Αναφορικά με αυτή τη βαθιά βιβλική σκέψη μπορεί κάποιος να ανακαλύψει προστάδια και στον Πλάτωνα. Απαντά σε αυτόν η άποψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αθάνατος όταν τον εαυτό του με τον Αθάνατο. Όσο περισσότερο αλήθεια αποδέχεται εντός του, συνδέεται με την αλήθεια και επικρέμαται αυτής, τόσο περισσότερο σχετίζεται πληρώνεται με αυτό το οποίο δεν δύναται να καταστραφεί. Όσο περισσότερο αυτός κρέμεται από την αλήθεια, όσο φέρεται από αυτό το οποίο παραμένει, τόσο μπορεί να είναι βέβαιος για τη ζωή μετά τον θάνατο –μια ζωή γεμάτη ευημερία. Στο στ. 17 αναφέρεται: ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ• ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστιν. Τι σημαίνει το ἁγιάζειν; Άγιος (qadoš στην εβραϊκή Βίβλο) στον τέλειο βαθμό είναι μόνον ο ίδιος ο Θεός. Η αγιότητα αποτελεί έκφραση του ιδιαίτερου τρόπου Του, για τη θεϊκή ύπαρξη ως τέτοια. Έτσι ο όρος ἁγιάζειν σημαίνει την , μεταβίβαση μιας πραγματικότητας –ενός προσώπου ή ενός αντικειμένου- στον Θεό και ιδιαίτερα την καθιέρωση στη λατρεία. Αυτό μπορεί να είναι μια αφιέρωση για θυσία (Έξ. 13, 2. Δτ. 15, 19). Μπορεί όμως και να σημαίνει τη χειροτονία σε ιερέα (Έξ. 28, 41), τον αφορισμό ενός ανθρώπου στον Θεό και τη θεϊκή λατρεία. Η διαδικασία της αφιέρωσης, του αγιασμού, εμπεριέχει δύο φαινομενικά αντικρουόμενες αλλά στην πραγματικότητα εσωτερικά συναρτώμενες επόψεις: από τη μία η καθιέρωση ως αγιασμός – σημαίνει διαχωρισμό από τα υπόλοιπα, από το πεδίο στο οποίο ανήκει η ιδιωτική ζωή των ανθρώπων. Ο αφιερωμένος σε μία καινούργια σφαίρα η οποία πλέον δεν είναι διαθέσιμη στους ανθρώπους. Αλλά ουσιαστικά αυτή η εκλογή εμπεριέχει σε απόλυτο βαθμό ταυτόχρονα τη σημασία τού για να. Ακριβώς επειδή αυτή είναι πραγματικά και απόλυτα παραδομένη στον Θεό, υπάρχει , για τους ανθρώπους, τους εκπροσωπεί και αποσκοπεί στο να τους θεραπεύσει. Θα μπορούσαμε επιπλέον να ισχυριστούμε: συνιστούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Εδώ η αλήθεια προσδιορίζεται ως η δύναμη του αγιασμού, ως η καθιέρωσή τους. Σύμφωνα με το βιβλίο της Εξόδου η καθιέρωση των υιών Ααρών επιτελείται διά της των αγίων ενδυμάτων και διά της (29, 1-9). Στο τελετουργικό της ημέρας του Εξιλασμού γίνεται επίσης αναφορά σε ένα πλήρες πριν την τοποθέτηση της λατρευτικής ενδυμασίας (Λευ. 16, 4). Οι μαθητές του Ιησού αγιάζονται, καθιερώνονται ἐν τῇ . Η αλήθεια είναι το λουτρό το οποίο τους καθαρίζει. Η αλήθεια είναι η και η που αυτοί χρειάζονται. Η καθαρίζουσα και αγιάζουσα αλήθεια είναι εν τέλει ο ίδιος ο . Σε αυτόν πρέπει να εμβαπτιστούν, αυτόν ταυτόχρονα να «ενδυθούν» και έτσι συμμετέχουν στην αγιότητά Του, στην ιερατική Του αποστολή, στη Του. Ο Ιουδαϊσμός μετά το τέλος του Ναού έπρεπε και από τη δική του πλευρά να αναζητήσει μια καινούργια σημασία των λατρευτικών προδιαγραφών. Πλέον ως αγιότητα θεωρείται η εκπλήρωση των εντολών –ο εμβαπτισμός στον άγιο λόγο του Θεού και στο θέλημα του Θεού το οποίο εκφράζεται σε αυτόν.