ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ
Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Β’ Μέρος: Από την Είσοδο στην Ιερουσαλήμ μέχρι και την Ανάσταση, Αθήνα: Ψυχογιός 2012, σσ. 296. http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001205
Οι Ευαγγελιστές μας αναφέρουν ότι το εκτελεστικό απόσπασμα –που αποτελούνταν από στρατιώτες- μοίρασε ανάμεσά του μέσω τα ρούχα του Ιησού. Αυτό αντιστοιχούσε στο ρωμαϊκό έθιμο σύμφωνα με το οποίο τα ρούχα του εκτελεσθέντος περιπίπτουν στη δικαιοδοσία του εκτελεστικού αποσπάσματος. Με την ευκαιρία ο Ιωάννης αναφέρει κατά λέξιν τον Ψ. 22, 29 λέγοντας: ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ • « τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (19, 24). Προσαρμοζόμενος στον παραλληλισμό που είναι χαρακτηριστικός στην εβραϊκή ποίηση και εκφράζει τη ίδια πράξη δύο φορές, ο Ιωάννης διακρίνει δύο πράξεις: πρώτα οι σταρτιώτες στα τέσσερα τα ρούχα του Ιησού και τα μοίρασαν με κλήρο: Όταν σταύρωσαν οι στρατιώτες τον Ιησού, πήραν τα εξωτερικά του ρούχα και τα διένειμαν σε τέσσερα μέρη, ένα μερίδιο σε κάθε στρατιώτη, και τον χιτώνα που ήταν και υφαντός από πάνω μέχρι κάτω. Είπαν μεταξύ τους: να μην τον σχίσουμε αλλά να τον κληρώσουμε για να δούμε σε ποιον θα ανήκει. (19, 23 κε.). Η σημείωση περί του άρραφου χιτώνα είναι διατυπωμένη τόσο προσεκτικά επειδή ο Ιωάννης σαφώς ήθελε να αποτυπώσει κάτι περισσότερο από μία τυχαία λεπτομέρεια. Σύμφωνα με τον Φλάβιο , ο χιτών του αρχιερέα είχε υφανθεί από μία και μοναδική (Αρχαιολ.3.7.4). Έτσι σε αυτή την υπόδειξη του Ευαγγελιστή ίσως μπορεί να ανακαλυφθεί ένας υπαινιγμός στο αξίωμα του Ιησού, που παρουσιάσθηκε λεπτομερώς στην προσευχή: αυτός που πεθαίνει δεν είναι μόνον ο αληθινός του Ισραήλ. Είναι επίσης ο ο οποίος αυτήν ακριβώς την ώρα της μέχρι εσχάτων αδοξίας επιτελεί την αρχιερατική Του . Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά την πραγμάτευση αυτού του κειμένου έχουν τονίσει κάτι άλλο: βλέπουν στον άραφο χιτώνα τον οποίο ούτε οι στρατιώτες δεν θέλουν να σχίσουν, μία εικόνα της της Εκκλησίας που δεν είναι δυνατόν να καταστραφεί. Ο άραφος χιτώνας εκφράζει την ενότητα για την οποία είχε προσευχηθεί για τους δικούς Του ο Ιησούς την παραμονή των Παθών. Όντως στην αρχιερατική προσευχή το ιερατικό αξίωμα του Ιησού είναι άρρηκτα ενωμένο με την ενότητα των δικών Του.
Στην αρχή της σταύρωσης προσφέρθηκε στον Ιησού, όπως συνηθιζόταν. ένα ποτό για να κατευνάσει τους πόνους. Ο Ιησούς αρνήθηκε αυτό το ποτό –ήθελε να διέλθει τα πάθη του με επίγνωση (Μκ. 15, 23). Κατά την αποκορύφωση του πάθους, στο καυτό καταμεσήμερο, τεντωμένος πάνω στον σταυρό, ο Ιησούς κραύγασε: (Ιω. 19, 28). Όπως συνηθιζόταν, δόθηκε στον Ιησού κρασί που ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους φτωχούς και μπορούσε κάποιος να ορίσει ως . Θεωρούνταν ότι . Εδώ ανακαλύπτουμε και πάλι την αλληλοπεριχώρηση βιβλικού λόγου και γεγονότος. Από τη μία πλευρά η σκηνή είναι απόλυτα –πρόκειται για τη δίψα του Εσταυρωμένου και το πικρό ποτό το οποίο φρόντιζαν να χορηγούν σε αυτές τις περιπτώσεις. Από την άλλη πλευρά ακούμε μέσω του Ευαγγελιστή άμεσα τον Ψαλμό του Πάθους 69 στον οποίο ο πάσχων διαμαρτύρεται: στη δίψα μου με πότισαν με (στ. 22). Ο Ιησούς είναι ο πάσχων . Το πάθος του δικαίου που παρουσιάζεται από τη Γραφή στις μεγάλες εμπειρίες του πάσχοντος προσευχόμενου εκπληρώνεται σε αυτόν. Αλλά πώς θα μπορούσε κάποιος να μην σκεφθεί σε αυτή τη σκηνή το άσμα του στο κεφ. 5 του προφήτη Ησαΐα; Με αυτό ο Θεός είχε εκφράσει το ενώπιον του Ισραήλ. Φύτεψε αμπελώνα στα γόνιμα ύψη και επιστράτευσε όλη την] επιμέλεια: καὶ ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν ἐποίησεν δὲ του ανθρώπου ο οποίος πλέον φροντίζει μόνον για τον εαυτό του. Αντί για κρασί παράγει ξύδι. Το παράπονο του Θεού που αποκομίζουμε από το προφητικό άσμα, γίνεται συγκεκριμένο αυτή την ώρα στην οποία προσφέρουν ξύδι στον λυτρωτή. Έτσι όπως το άσμα του Ησαΐα απεικονίζει τα πάθη του Θεού από τον λαό Του επέκεινα της ιστορικής ώρας, το ίδιο και η σκηνή στον σταυρό την ώρα του θανάτου του Ιησού. Διψώ: αυτή η κραυγή του Ιησού απευθύνεται σε καθέναν από μας.
Οι γυναίκες κάτω από τον σταυρό
Και οι τέσσερεις Ευαγγελιστές μας αφηγούνται με το δικό τους τρόπο για τις κάτω από τον σταυρό. Ακόμη κι αν οι Ευαγγελιστές δεν αναφέρουν άμεσα, μπορούμε να διαισθανθούμε το συγκλονισμό και το αυτών των γυναικών πέρα από τη γνωστοποίηση απλώς της παρουσίας τους. Ο Ιωάννης στο τέλος της αφήγησής του για τη σταύρωση παραθέτει τη φράση του προφήτη Ζαχαρία: ὄψονται εἰς ὃν (19, 37. Ζαχ. 12, 10). Στην εισαγωγή της Αποκάλυψης, αυτό το λόγιο που περιγράφεται στη σκηνή στον σταυρό, εφαρμόζεται προφητικά για την εποχή των τελικών εσχάτων –τη στιγμή της έλευσης του Κυρίου, κατά την οποία όλοι θα τον δουν ερχόμενο στις νεφέλες και θα κτυπούν τα στήθη τους (Αποκ. 1, 7). Οι γυναίκες βλέπουν Αυτόν που είναι τρυπημένος. Μπορούμε να συλλογιστούμε εν προκειμένω και τα περαιτέρω λόγια του προφήτη Ζαχαρία: θα βάλω στους απογόνους του Δαυίδ και τους κατοίκους της πνεύμα ώστε να ζητήσουν το μου. Τότε θα στρέψουν τα βλέμματά τους σ’ εξαιτίας Εκείνου που τον τρύπησαν. Θα τον θρηνήσουν όπως θρηνούν ένα μονογενή. Θα τον κλάψουν πικρά όπως κλαίνε έναν πρωτότοκο. Ο θρήνος της Ιερουσαλήμ θα είναι μεγάλος όπως ο θρήνος για την Αδάδ Ριμμών στην πεδιάδα (12, 10). Ενώ μέχρι τον θάνατο του Ιησού, περιβάλλουν τον πάσχοντα Κύριο μόνον εμπαιγμός και κτηνωδία, με τον τρόπο αυτό καταδεικνύουν πλέον τα Ευαγγέλια ένα συμφιλιωτικό τέλος ως προς την ταφή και την ανάσταση. Οι γυναίκες που παρέμειναν πιστές σε αυτόν είναι παρούσες. Η συμπόνια και η αγάπη τους αποτελούν πραγματικότητα για τον Λυτρωτή που πεθαίνει. Έτσι μπορούμε χωρίς επιφυλάξεις να υιοθετήσουμε και τον επίλογο του κειμένου του Ζαχαρία: εκείνη την εποχή θα ανοιχτεί για να καθαρίζονται οι του Δαυίδ και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ από την αμαρτία και την τους (13, 1). Η θεωρία του κατατρυπημένου και η συμπάθεια προς Αυτόν γίνονται από μόνες τους πηγή κάθαρσης. Η δύναμη του πάθους του Ιησού που μεταμορφώνει ξεκινά. Ο Ιωάννης δεν μας αφηγείται μόνον ότι στον σταυρό του Ιησού βρίσκονταν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ καὶ Μαρία ἡ (19, 25), αλλά συνεχίζει: Όταν ο Ιησούς αντίκρισε τη μητέρα και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται δίπλα, λέγει στη μητέρα Του: Γυναίκα να ο σου! Μετά λέγει στον μαθητή: να η σου! Και από εκείνη τη στιγμή την παρέλαβε ο μαθητής στην του (19, 26 κε.) . Αυτή είναι μια τελευταία εντολή του Ιησού που είναι παρόμοια με μια πράξη . Είναι ο μοναδικός γιος της μητέρας του η οποία μετά τον θάνατό του θα βρισκόταν μόνη έρημη στον κόσμο. Τώρα της χορηγεί δίπλα της τον μαθητή, τον κάνει υιό στη δική του θέση ο οποίος από κείνη τη στιγμή έχει την ευθύνη γι αυτή –την λαμβάνει κοντά του. H κατά λέξη μετάφραση είναι ακόμη ισχυρότερη: θα μπορούσε να μεταφερθεί έτσι: την έλαβε εντός στο δικό του –την έλαβε στην εσωτερική της ζωής του. Αυτή είναι καταρχάς μία απόλυτα ανθρώπινη χειρονομία του λυτρωτή ο οποίος αποχωρίζεται τον κόσμο. Δεν εγκαταλείπει τη μητέρα Του, την παραδίδει στην πρόνοια του μαθητή που βρισκόταν πολύ κοντά του. Και έτσι δωρίζεται στον μαθητή μία καινούργια - η μητέρα η οποία φροντίζει γι’ αυτόν και αυτός γι’ αυτήν.
Γνωστοποιώντας ο Ιωάννης τέτοιες ανθρώπινες διαδικασίες θέλει ασφαλώς να διασώσει το γεγονός. Αλλά πάντα ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο από μεμονωμένα επεισόδια του παρελθόντος. Το γεγονός παραπέμπει σε κάτι πέρα από αυτό, . Τι θέλει να μας πει με αυτό; Ένα πρώτο στοιχείο μας προσφέρει προσφώνηση στην Μαρία: ! Είναι η ίδια προσφώνηση που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιησούς στο γάμο της (Ιω. 2, 4). Έτσι οι δύο σκηνές συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Η Κανά είχε γίνει μία πρόγευση για τον γάμο –για το καινούργιο το οποίο ήθελε να μας δωρίσει ο Κύριος. Μόνον τότε (στο σταυρό) γίνεται πραγματικότητα αυτό που τότε ήταν ένα σημείο που προσήμαινε. Η αναφώνηση "γυναίκα" ταυτόχρονα ανακαλεί την αφήγηση της κατά την οποία ο Κτίστης οδηγεί τη στον . Ο Αδάμ απαντά σε αυτή τη νέα δημιουργία: τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή (Γέν. 2, 23). Ο άγ. Παύλος ιστόρησε στις επιστολές του τον Ιησού ως τον νέο Αδάμ με τον οποία για άλλη μια φορά η δημιουργία. Ο Ιωάννης μας αναφέρει ότι στον νέο Αδάμ πάλι ανήκει η γυναίκα, η οποία μας παρουσιάζεται στην Μαριάμ. Στο Ευαγγέλιο αυτό παραμένει ένας σιωπηλός υπαινιγμός ο οποίος αναπτύχθηκε αργά αργά στην πίστη της Εκκλησίας. Η μας αναφέρει για το μέγα σημείο της γυναίκας που εμφανίζεται στον ουρανό και με αυτό σημαίνει ολόκληρο τον , ναι ολόκληρη την Εκκλησία. Συνεχώς η Εκκλησία οφείλει να γεννά με ωδίνες τον Χριστό (πρβλ. Αποκ. 12, 1-6). Ένα άλλο στάδιο ωρίμανσης της ίδιας σκέψης ανακαλύπτουμε στην Προς Εφεσίους όπου και ο λόγος για τον άνδρα που εγκαταλείπει την μητέρα και τον πατέρα για να γίνει μία με τη γυναίκα, συσχετίζεται με τον Χριστό και την Εκκλησία (πρβλ. 5, 31 κε.). Επί τη βάσει του μοντέλου της συλλογικής προσωπικότητας η αρχαία Εκκλησία δεν είχε καμιά δυσκολία –σύμφωνα με τη βιβλική σκέψη- από τη μία πλευρά να αναγνωρίσει στη γυναίκα την Μαριάμ απόλυτα προσωπικά και από την άλλη πλευρά υπερβαίνοντας τους χρόνους να θεωρήσει σε αυτή την , τη και τη . Έτσι το μυστήριο της Μαριάμ εντός της ιστορίας αποκτά διαχρονικότητα.
Όπως η Μαριάμ - η γυναίκα, έτσι και ο αγαπημένος μαθητής αποτελεί ταυτόχρονα συγκεκριμένη μορφή και της μαθητείας όπως πάντα αυτή πρέπει να παρουσιάζεται. Στον μαθητή, στον αυθεντικό μαθητή μέσα στην αγαπητική κοινωνία με τον Κύριο, θα παραδίνεται η γυναίκα: η Μαριάμ-η Εκκλησία. Ο λόγος του Ιησού στον σταυρό παραμένει ανοικτός για πολλές συγκεκριμένες πραγματοποιήσεις. Πάντα και η γυναίκα αλλά και ο μαθητής θα λαμβάνουν την και σε καθένα θα ανατίθεται να εκπληρώνει ξανά και ξανά στη ζωή του την αποστολή όπως ο Κύριος για αυτόν έχει ορίσει. Ολοένα και πάλι ο μαθητής θα λαμβάνει την εντολή να αποδέχεται στα ίδια την Μαριάμ ως πρόσωπο αλλά και ως εκκλησία και έτσι να εκπληρώνει την τελευταία εντολή του Ιησού.
Σύμφωνα με την αφήγηση των Ευαγγελιστών, ο Ιησούς πέθανε προσευχόμενος την ενάτη ώρα, τέ. 3 η ώρα το μεσημέρι. Σύμφωνα με τον Λουκά η τελευταία του προσευχή προέρχεται από τον Ψ. 31: Πατέρα στα χέρια σου παραδίνω το μου (Λκ. 23, 46. Ψ. 31, 6). Σύμφωνα με τον Ιωάννη, η τελευταία φράση του Ιησού είναι το (19, 30). Ο όρος στο ελληνικό κείμενο ανακαλεί την αρχή του πάθους, την ώρα του των ποδών, αφήγηση που εισάγεται από τον Ιωάννη με τον τονισμό ότι ο Ιησούς αγάπησε τους δικούς Του έως τέλους (πρβλ. Ιω. 13, 1). Αυτό το τέλος, αυτή η έσχατη της αγάπης, έφθασε τώρα τη στιγμή του θανάτου. Πραγματικά εκπορεύτηκε μέχρι το τέλος, μέχρι τα όρια και πέρα από αυτά. Εκπλήρωσε το πλήρωμα της αγάπης – πρόσφερε τον Εαυτό Του. Το τελειοῦν στην Τορά σημαίνει καθαγιασμός, στο ιερατικό αξίωμα, τέ. απόλυτη στον Θεό. Θεωρώ ότι επί τη βάσει της αρχιερατικής προσευχής μας επιτρέπεται και να προσλάβουμε και αυτή τη σημασία σε αυτό το χωρίο. Ο Ιησούς τελείωσε την πράξη του καθαγιασμού, της ιερατικής αφιέρωσης του ίδιου του Εαυτού και του κόσμου στον (πρβλ. Ιω. 17, 19). Έτσι σε αυτόν τον όρο διαφωτίζεται το μέγα μυστήριο του Σταυρού. Η νέα λειτουργία ολοκληρώθηκε. Ο σταυρός αντικαθιστά όλες τις άλλες λατρευτικές πράξεις ως ο μόνος αυθεντικός του Θεού, στον οποίο ο Ίδιος (ο Θεός) δοξάζει τον εαυτό Του μέσω Αυτού, στον οποίο μας δωρίζει την αγάπη Του και έτσι μας ελκύει στον Του.
Ενώ οι Ρωμαίοι συνειδητά για να τρομοκρατήσουν μετά τον θάνατο άφηναν τους σταυρωμένους στο μαρτυρικό ξύλο, σύμφωνα με το ιουδαϊκό δίκαιο αυτοί έπρεπε να κατεβούν την μέρα (πρβλ. Δτ. 21, 22 κε.). Γι’ αυτό και η αποστολή τού εκτελεστή ήταν συντρίβοντας τα να επιταχύνει τον θάνατο. Έτσι συμβαίνει και με την περίπτωση των εσταυρωμένων στον Γολγοθά. Συντρίβονται τα οστά των δύο ληστών. Τότε, όμως, οι στρατιώτες διαπιστώνουν ότι ο Ιησούς ήδη έχει πεθάνει. Και έτσι εγκαταλείπουν τη συντριβή των οστών. Αντί αυτού κάποιος από αυτούς τρυπά τη δεξιά πλευρά –την - του Ιησού: και αμέσως εξήλθε αίμα και νερό (Ιω. 19, 36). Είναι η ώρα κατά την οποία οι πασχάλιοι αμνοί. Γι’ αυτούς υπήρχε η προδιαγραφή κανένα να μην επιτρέπεται να συντρίβεται (Έξ. 12, 46). Ο Ιησούς εμφανίζεται ως ο πασχάλιος αμνός που είναι άμωμος και τέλειος. Έτσι σε αυτή τη φράση μας επιτρέπεται να κάνουμε μια σιωπηλή ανασκόπηση στην αρχή της ιστορίας του Ιησού –την ώρα κατά την οποία ο Βαπτιστής είχε διακηρύξει: Να ο του Θεού που αίρει (σηκώνει και ) την αμαρτία του κόσμου (Ιω. 1, 29). Αυτό που τότε παρέμεινε ακατανόητο, που ήταν μόνον μία μυστηριώδης προτύπωση για το μελλοντικό, είναι πλέον πραγματικότητα. Ο Ιησούς είναι το εκλεγμένο από τον Θεό αρνί. Στον σταυρό σηκώνει την ενοχή του κόσμου και την απομακρύνει. Ταυτόχρονα, όμως, απηχείται ο Ψ. 34 όπου σημειώνονται: πολλά του δικαίου τα , μα απ’ όλα αυτά ο Κύριος τον γλιτώνει. Περιφρουρεί την ύπαρξή του: ούτ’ ένα κόκαλό του δεν θα συντριβεί (στ. 20 κε.) . Ο Κύριος ο δίκαιος έπαθε πολλά, τα πάντα, και όμως ο Θεός τον προφυλάσσει: κανένα οστό δικό Του δεν .
Αίμα και ύδωρ εξέρχονται από την τρυπημένη καρδιά του Ιησού. Σε όλους τους αιώνες η Εκκλησία σύμφωνα με τον λόγο του Ζαχαρία, έβλεπε σε αυτή την τρυπημένη καρδιά και αναγνώριζε την της ευλογίας που προτυπωνόταν στο αίμα και το νερό. Η φράση μάς ωθεί μάλιστα στην αναζήτηση της βαθύτερης κατανόησης αυτών που συνέβησαν εκεί. Ένα πρώτο στάδιο αυτής της κατανόησης ανακαλύπτουμε στην Α’ Ιωάννη, η οποία υιοθετεί με ένταση την αναφορά στο και το ύδωρ από την πλευρά του Ιησού: Αυτός είναι που έχει έλθει διά του και του αίματος, ο Ιησούς Χριστός. Όχι μόνο με το νερό, αλλά με το νερό και το αίμα. Και το είναι αυτό που δίνει τη μαρτυρία διότι το Πνεύμα είναι η αλήθεια. Διότι τρεις είναι αυτοί που δίνουν τη μαρτυρία: το Πνεύμα και το νερό και το αίμα. Και αυτοί οι τρεις είναι ένα (5, 6 κε.). Τι θέλει ο συγγραφέας να σημάνει πιθανόν με την εμφαντική διαπίστωση ότι ο Ιησούς δεν ήλθε μόνον με νερό αλλά και με αίμα; Μπορούμε να τον θεωρήσουμε υπαινιγμό σε μία τάση, η οποία έδινε αξία μόνον στη Βάπτιση του Ιησού και παραθεωρούσε το σταυρό.
Οι Πατέρες στό διπλό ρεύμα του νερού και του αίματος θεώρησαν μία εικόνα για τα δύο βασικά μυστήρια –Ευχαριστία και Βάπτιση- τα οποία ξεπήγασαν από την κεντηθείσα πλευρά του Κυρίου, την καρδιά Του. Είναι το νέο ρεύμα που συγκροτεί την Εκκλησία και ανακαινίζει τους ανθρώπους. Στην ανοιχθείσα πλευρά του Κυρίου που ύπνωσε πάνω στο σταυρό, οι Πατέρες διαπίστωσαν στο ρεύμα των μυστηρίων την καταγωγή της Εκκλησίας: τη δημιουργία της νέας Εύας από την πλευρά του νέου Αδάμ.
Ενώ οι Συνοπτικοί ομιλούν από κοινού για μια σεντόνη, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τον πληθυντικό αριθμό (19, 40) σύμφωνα με τα ιουδαϊκά ταφικά έθιμα. Το ερώτημα σχετικά με την ταύτιση με την σινδόνη του δεν είναι ανάγκη να μας απασχολήσει. Σε κάθε περίπτωση η μορφή αυτού του λειψάνου είναι βασικά σύμφωνη και με τις δύο αφηγήσεις. Τέλος ο Ιωάννης μας αφηγείται ότι ο Νικόδημος έφερε ένα μείγμα από μύρα και αλόη, περίπου τριάντα λίτρα.
Το πλήθος του βάλσαμου είναι μη φυσιολογικό και υπερβαίνει κάθε συνηθισμένο μέτρο: είναι μια ταφή. Αν στην κλήρωση των ρούχων Του ο Ιησούς απαντά ως αρχιερέας, από το είδος της ταφής προβάλλεται ως βασιλιάς: τις στιγμές στις οποίες όλα εμφανίζονται να τελειώνουν, μυστηριωδώς η δόξα του. Τα συνοπτικά Ευαγγέλια μάς αφηγούνται ότι μερικές γυναίκες θεωρούσαν την ταφή (Μτ. 27, 61. Μκ. 15, 47) και ο Λουκάς αφηγείται ότι ήταν εκείνες που ήλθαν με τον Ιησού από τη Γαλιλαία (23, 55). Επιπλέον προσθέτει: ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. καὶ τὸ μὲν Σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν (23, 56). Θα έλθουν μετά την κατάπαυση του Σαββάτου το πρωί της πρώτης μέρας της εβδομάδας για να αλείψουν το σώμα του Ιησού και έτσι να ολοκληρώσουν την κηδεία. Η χρίση αποτελεί μια προσπάθεια να ο θάνατος, να απαλλαγεί το πτώμα από την . Και όμως αποτελεί μια μάταιη προσπάθεια: η χρίση έχει τη δυνατότητα μόνον να διατηρήσει το νεκρό ως νεκρό, όχι να του χορηγήσει ζωή.