Ερώτηση 1 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 76 βαθμοί) 

ΓΑΜΟΣ ΚΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙΝΟΣ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387

Ενώ το είναι βασικό συστατικό στη ζωή, το σιταρένιο , ο οίνος και το είναι τυπικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού της . Τα τρία μεγάλα δώρα της γης έγιναν συγχρόνως μαζί με το νερό τα βασικά συστατικά των της Εκκλησίας. Σε αυτά (τα Μυστήρια) οι καρποί της δημιουργίας γίνονται φορείς της ιστορικής δράσεως του Θεού, σημεία με τα οποία μας χαρίζει την ιδιαίτερη του. Τα τρία δώρα διαφέρουν μεταξύ τους χαρακτηριστικά και προσλαμβάνουν διαφορετικές . ο άρτος σημαίνει το της απλής καθημερινής ζωής. Ο οίνος αντίθετα συμβολίζει τη . Επιτρέπει στον άνθρωπο να αισθανθεί τη μεγαλοσύνη της δημιουργίας. Έτσι ανήκει στα τελετουργικά του , του Πάσχα, του . Επιπλέον μας επιτρέπει να λάβουμε μία γεύση από την εσχατολογική του Θεού με τους ανθρώπους, προς την οποία αποσκοπούσαν όλες οι προσδοκίες του Ισραήλ: ο Κύριος του Σύμπαντος θα ετοιμάσει πάνω στο όρος Σιών για όλους τους λαούς με τα πιο νόστιμα εδέσματα, συμπόσιο με κρασιά λαγαρισμένα (Ησ. 25, 6). Στο Κατά Ιωάννη η του καινού οίνου εμφανίζεται στο γάμο της Κανά (2, 1-12), ενώ κατά τους αποχαιρετιστήριους λόγους ο Ιησούς εμφανίζεται ως η αληθινή (15, 1-10).Τι νόημα μπορεί να έχει ότι ο Ιησούς παρασκευάζει για μία γιορτή μία υπερβολικά μεγάλη ποσότητα οίνου – περί τα λίτρα - ; Σε καμία δεν πρόκειται για μία πολυτέλεια, αλλά για κάτι πολύ ανώτερο. Εν πρώτοις είναι ιδιαίτερα σημαντική η χρονολόγηση: καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ γάμος ἐγένετο ἐν Κανὰ τῆς Γαλιλαίας͵ καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ (2, 1). Δεν είναι σαφές από ποια ακριβώς ημέρα εξαρτάται ο λόγος περί της τρίτης ημέρας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται όμως σαφές ότι ο Ευαγγελιστής χρησιμοποιεί μία δήλωση χρόνου, η οποία μας παρέχει το κλειδί της ερμηνείας. Στην Π.Δ. η τρίτη ημέρα είναι η ημέρα της , όπως επί παραδείγματι στη συνάντηση του Θεού με τον Ισραήλ στο όρος . Συγχρόνως αποτελεί εν προκειμένω ένα για την τελική και καθοριστική θεοφάνεια που θα λάβει χώρα στην Ιστορία: στην του Χριστού κατά την τρίτη ημέρα, κατά την οποία όλες οι προηγούμενες εμφανίσεις του Θεού μετατρέπονται πλέον σε μία οριστική του Θεού στη γη: η γη διανοίγεται οριστικά και προσλαμβάνεται στη του Θεού. Οι ερμηνευτές συναριθμούν την προηγούμενη ημέρα της των μαθητών και προκύπτει τότε ότι η αυτή η τρίτη ημέρα είναι συγχρόνως η ή η ημέρα από την αρχή της κλήσεως των μαθητών. Ως έβδομη ημέρα θα ήταν παρομοίως η ημέρα της θεϊκής γιορτής για την ανθρωπότητα, πρόγευση εκείνου του οριστικού , το οποίο περιγράφεται στην "Αποκάλυψη" του Ησαΐα (κεφ. 24-27). Με αυτήν τη χρονολόγηση συνδέεται ένα α΄λλο βασικό στοιχείο της αφηγήσεως. Ο Ιησούς αναφέρεται στην του η οποία δεν έχει ακόμη. Αυτό σημαίνει εν πρώτοις ότι δεν ενεργεί και αποφασίζει , αλλά πάντα σε συμφωνία με τη του Πατέρα, επί τη βάσει του σχεδίου του Θεού. Η ώρα αναφέρεται περισσότερο στο Του. Η ώρα του Ιησού, η ώρα της δόξας Του ξεκινά από το και εκεί έχει τον ιστορικό της «»: σε αυτή τη στιγμή –όταν οι πασχάλιοι σφάζονταν - ο Ιησούς χύνει το αίμα Του ως ο αληθής Αμνός. Η ώρα Του έρχεται παρά Θεού, αλλά είναι επακριβώς καθορισμένη στη συνάφεια της Ιστορίας, συνδεδεμένη με μία λειτουργική ημέρα αποτελώντας έτσι ακριβώς το ξεκίνημα της καινής εν πνεύματι και . Όταν ο Ιησούς αναφέρεται στην ώρα Του, συνδέει με αυτόν τον τρόπο την παρούσα στιγμή με το μυστήριο του Σταυρού ως τη δόξα Του. Αυτή η ώρα δεν έχει ακόμη.Και όμως ο Ιησούς είχε την εξουσία να αυτήν την ώρα συμβολικά. Έτσι το θαύμα της Κανά προβάλλει ως εκείνης της ώρας και συνδέεται εσωτερικά μαζί της. Πώς θα μπορούσαμε επί του προκειμένου να ξεχάσουμε ότι αυτό το συναρπαστικό της προοικονομίας της ώρας υφίσταται ακόμη και σήμερα διαρκώς και επαναλαμβάνεται; Η αφθονία στην Κανά είναι γι αυτό το λόγο ένα σημείο ότι ο Θεός έχει ξεκινήσει το με την ανθρωπότητα, την Του. Ο γάμος, γίνεται που υποδεικνύει τη μεσσιανική ώρα: η ώρα του γάμου του Θεού με το λαό Του έχει ξεκινήσει με την έλευση του Ιησού. Η εσχατολογική επαγγελία στο παρόν. Ενώ η ιστορία της Κανά περιστρέφεται μέσω της πλούσιας συμβολικής γύρω από τον καρπό της αμπέλου, ο Ιησούς καταπιάνεται στο Ιω. –στη συνάφεια των λόγων του – με την πανάρχαια εικόνα αυτής της ίδιας της ολοκληρώνοντας το «όραμα» που κρύβεται σε αυτή. Για να κατανοήσουμε αυτό το λόγο του Ιησού, είναι αναγκαίο να προσέξουμε το Ησαΐα , ένα τραγούδι περί του αγαπημένου φίλου και της αμπέλου του στο πλαίσιο της εορτής της . Η παραβολή της αμπέλου στους αποχαιρετιστήριους λόγους του Ιησού προάγει ολόκληρη την ιστορία της βιβλικής σκέψης και λόγου περί την άμπελο και τους δίνει ένα έσχατο : Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, αναφέρει ο Κύριος. Σ’ αυτή τη διατύπωση το σημαντικό εν πρώτοις είναι η μικρή λέξη . Νοήματα, τα οποία εν μέρει υποδεικνύονταν μέσω άλλων «αμπελιών» , τώρα συγκεντρώνονται και αποτυπώνονται. Το ιδιάζον και το σημαντικό σε αυτήν την πρόταση είναι το . Ο Υιός ταυτίζεται με την άμπελο. Έγινε ο ίδιος άμπελος. Επέτρεψε να φυτευθεί στη . Εισήλθε στο αμπέλι. Επαναλαμβάνεται παραδόξως εκ νέου το μυστήριο της Σαρκώσεως, περί του οποίου ομιλεί ο Ιωάννης στον Πρόλογο. Η άμπελος δεν είναι πλέον ένα το οποίο αντικρίζει ο Θεός με αγάπη και το οποίο μπορεί όμως πάλι να το και να το πετάξει. Εν Υιώ έγινε ο ίδιος άμπελος, ταυτίσθηκε το Είναι Του για πάντα με την άμπελο. Αυτή η άμπελος δε μπορεί ποτέ πλέον ούτε να αποσχισθεί ούτε να αφεθεί στη λεηλασία. Ανήκει οριστικά στο . Διά του Υιού ζει διαρκώς ο Θεός μέσα σ’ αυτή. Η επαγγελία έγινε αμετάκλητη, η ενότητα απαραβίαστη. Αυτό είναι το μεγάλο ιστορικό βήμα του Θεού, που συνιστά την ενδόμυχη εικόνα της παραβολής: η σάρκωση, ο θάνατος και η ανάσταση γίνονται ορατές σε όλο τους το . Η άμπελος ως χριστολογική διατύπωση περιλαμβάνει ολόκληρη την . Σημαίνει την αδιάσπαστη συνύπαρξη του Θεού με τους δικούς Του, οι οποίοι διαμέσου αυτού και εν αυτώ είναι «άμπελος». Η κλήση τους είναι να στην άμπελο. Ο Ιωάννης δε γνωρίζει το παύλειο Χριστού. Η παραβολή όμως αποτυπώνει στην πράξη το ίδιο: το του Ιησού από τους δικούς Του, τη συνύπαρξη αυτών μαζί Του. Η άμπελοςδε μπορεί πλέον να σχισθεί, να αφεθεί στη . Χρειάζεται διαρκώς όμως εκ νέου . Κάθαρση, καρπός, επιμονή, εντολή, αγάπη, ενότητα – αυτές είναι οι μεγάλες λέξεις - κλειδιά γι’ αυτό το δράμα της ενύπαρξης και της συνύπαρξης με τον Υιό στην , το οποίο προβάλλει ο Υιός με τους λόγους Του στην ψυχή μας. Σε όλα αυτά ανήκει το , το οποίο στους στ. 1-10 απαντά έξι φορές. Ο πρώτος είναι εύκολος. Τον ακολουθεί όμως η παραμονή στους μονότονους ερημικούς δρόμους που πρέπει να διέλθει κανείς στη ζωή, στην υπομονή. Πορεύεται πάντα μπροστά χωρίς να έχεις πλέον το ρομαντισμό του πρώτου ξεσπάσματος παρά μόνο τη βαθιά και καθαρή κατάφαση της πίστεως. Ακριβώς έτσι προκύπτει ο καλός . Ο Αυγουστίνος μετά τις αναλαμπές του ξεκινήματος την ώρα της μετάνοιας, είχε νιώσει βαθιά την κούραση αυτής της υπομονής και είχε μάθει έτσι την αγάπη και τη βαθιά ικανοποίηση ότι είχε βρει κάτι. Αν ο καρπός που πρέπει να βρούμε είναι η αγάπη, προϋπόθεσή της είναι αυτό το μένειν, που έχει να κάνει με την πίστη, η οποία δεν εγκαταλείπει τον Κύριο. Στο στ. 7 γίνεται λόγος περί της προσευχής ως μίας ουσιαστικής μορφής αυτής της παραμονής. Ο προσευχόμενος λαμβάνει την επαγγελία της σίγουρης εισακούσεώς του. Η προσευχή στο όνομα του Ιησού είναι δεν είναι απλώς προσευχή για κάτι, αλλά παράκληση για την ουσιαστική δωρεά, την οποία ο Ιησούς χαρακτηρίζει στους αποχαιρετιστήριους λόγους ως χαρά και ο Λουκάς την κατονομάζει ως το Άγιο Πνεύμα (11, 13) – που κατά βάθος είναι το ίδιο. Οι λόγοι περί της παραμονής στη αγάπη υποδεικνύουν ήδη εκ των προτέρων τον τελευταίο στίχο της αρχιερατικής προσευχής (17, 26) και συνδέεουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το λόγο περί της αμπέλου με το μεγάλο θέμα της ενότητας, που εκεί θέτει ο Κύριος ως παράκληση ενώπιον του Πατρός.

Ερώτηση 2 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 55 βαθμοί) 

Ο ΑΡΤΟΣ ΚΕΦ. 6

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387

Η βασική συνάφεια στην οποία εντάσσεται το όλο κεφάλαιο συνίσταται στην αντιπαραβολή του » τον οποίο ο Μωϋσής είχε προαναγγείλει στα σύνορα της αγίας Γης. Περί Αυτού είχε πει: Δώσω τὸ ῥῆμά μου ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ͵ καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθότι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ (Δευτ. 18, 18). Έτσι δεν είναι τυχαίο, ότι στο τέλος του πολλαπλασιασμού των άρτων και πριν την προσπάθεια να ανακηρυχθεί ο Ιησούς βρίσκεται το χωρίο: Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον (Ιω. 6, 14). Αυτό ακριβώς αναφέρουν οι άνθρωποι και μετά το κήρυγμα περί του ζώντος κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας: Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης (7, 40). Από το υπόβαθρο του Μωϋσέως προκύπτει η αξίωση, την οποία πρέπει να θέσει ο Ιησούς. Ο Μωϋσής είχε βγάλει στην έρημο ύδωρ εκ του βράχου. Όπως διαπιστώσαμε ο Ιησούς επαγγέλλεται το το ύδωρ της ζωής. Η μεγάλη δωρεά όμως στην οποία εστιάζονταν κυρίως οι αναμνήσεις ήταν το : ο Μωϋσής είχε χαρίσει άρτο από τον ουρανό. Ο Θεός ο ίδιος είχε διαθρέψει τον περιπλανώμενο Ισραήλ με ουράνιο άρτο. Σε ένα λαό, όπου πολλοί υπέφεραν από και από τον κάματο για να εξασφαλίσουν τον , αυτή ήταν η επαγγελία των επαγγελιών η οποία περιέκλειε τρόπον τινά τα πάντα εντός της. Ήταν η επίλυση κάθε ανάγκης - μία δωρεά η οποία θα έπαυε την πείνα για όλους και για πάντα. Πριν καταπιαστούμε με την ιδέα αυτή επί τη βάσει της οποίας πρέπει να κατανοήσουμε το κεφ.6, πρέπει να συμπληρώσουμε την εικόνα που έχουμε για το Μωϋσή, γιατί μόνο έτσι θα προβάλλει μπροστά μας η εικόνα του Ιησού, που έχει υπόψιν του ο Ιωάννης. Το βασικό σημείο εκ του οποίου εκκινούμε σε αυτό το βιβλίο και στο οποίο επιστρέφουμε ξανά και ξανά συνίσταται σε τούτο: ότι ο Μωϋσής με το Θεό ἐνώπιος ἐνωπίῳ͵ ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον (Έξ. 33, 11. Δευτ. 34, 10). Μόνο επειδή ομιλούσε με το Θεό μπορούσε να μεταφέρει στους ανθρώπους το λόγο Του. Αλλά σε αυτήν την αμεσότητα με το Θεό, η οποία ίσταται στον πυρήνα της του Μωϋσέως και συνιστά το βαθύτερο λόγο της, υπάρχει μία σκιά. Στην παράκληση του Μωϋσή Δεῖξόν μοι τὴν σεαυτοῦ - τη στιγμή κατά την οποία ακριβώς γίνεται λόγος για την οικειότητα και την αμεσότητα που είχε προς το Θεό – έρχεται η εξής απάντηση: ἡνίκα δ’ ἂν παρέλθῃ μου ἡ δόξα͵ καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ͵ ἕως ἂν (Εξ. 33, 18. 22 κ.ε.). Ακόμη και ο Μωϋσής βλέπει μόνο τα του Θεού – οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ μου καὶ ζήσεται. Το όριο που έχει τεθεί στο Μωϋσή είναι προφανές. Το καθοριστικό κλειδί για την εικόνα του Ιησού στο Κατά Ιωάννη είναι η διατύπωση του τέλους του Προλόγου: Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· μονογενὴς Θεὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρὸς ἐκεῖνος (Ιω. 1, 18). Μόνον ο Ιησούς ως Θεός το Θεό. Ομιλεί πραγματικά από τη θέα του Πατρός, από το διαρκή διάλογο με τον Πατέρα, ο οποίος (διάλογος) είναι η ζωή Του. Ο Μωϋσής μπορούσε μόνο να δείξει τα νώτα του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Λόγος που προέρχεται από το Θεό, από τη ζωντανή θεωρία, από την ενότητα με Αυτόν. Με αυτόν τον τρόπο συσχετίζονται δύο περαιτέρω δωρεές του Μωϋσέως οι οποίες βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στο Χριστό: ο Θεός φανέρωσε στο Μωϋσή το Του και κατέστησε έτσι δυνατή τη σχέση Του με τους ανθρώπους. Ο Μωϋσής με το να διαδώσει περαιτέρω το όνομα που του είχε αποκαλυφθεί, γινόταν ο μίας αυθεντικής σχέσεως των ανθρώπων με τον ζώντα Θεό – επ’ αυτού αναλογισθήκαμε κατά την εξέταση του πρώτου αιτήματος της Κυριακής Προσευχής. Στην αρχιερατική Του προσευχή ο Ιησούς τονίζει ότι αποκαλύπτει το του Θεού. Έτσι ολοκληρώνει στο σημείο αυτό το έργο το οποίο είχε ξεκινήσει ο Μωϋσής. Η άλλη δωρεά του Μωϋσή η οποία σχετίζεται στενά με τη και με τη γνωστοποίηση του ονόματος του Θεού καθώς και με το Μάννα είναι αυτή από την οποία λαμβάνει υπόσταση ο Ισραήλ, γίνεται του Θεού: η Τορά – ο Λόγος του Θεού ο οποίος οδηγεί και κατευθύνει προς τη ζωή. Ο Ισραήλ αναγνώριζε όλο και περισσότερο ότι αυτή ήταν η βασική και μένουσα δωρεά του Μωϋσέως. Σε αυτό συνίσταται η ξεχωριστή διάκριση του Ισραήλ, ότι γνωρίζει το του Θεού και την ορθή οδό της ζωής. Ο μεγάλος Ψ. 118 (119) αποτελεί μία μοναδική έκρηξη της δόξας και της ευγνωμοσύνης γι αυτό το δώρο. Η μονομερής θεώρηση του Νόμου, η οποία προκύπτει από μία μονομερή ερμηνεία της παύλειας θεολογίας, μας αποτρέπει από το να καταλάβουμε αυτή τη χαρά του Ισραήλ: τη χαρά να γνωρίζεις το θέλημα του Θεού και να μπορείς να το βιώσεις. Με αυτήν την υπόδειξη επανερχόμαστε – έστω και απρόοπτα – ξανά στο λόγο περί του άρτου. Γιατί στην εσωτερική εξέλιξη της ιουδαϊκής σκέψεως είχε γίνει ολοένα και πιο σαφές ότι το ξεχωριστό ψωμί από τον ουρανό το οποίο έτρεφε και τρέφει τον Ισραήλ είναι ο – ο του Θεού. Στη σοφιολογική γραμματεία η Σοφία, η οποία σχετίζεται με το Νόμο και είναι παρούσα σ’ αυτόν, εμφανίζεται ως (Παρ. 9,5). Η ραββινική γραμματεία έχει προωθήσει περισσότερο αυτή τη σκέψη. Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε την αντιπαράθεση του Ιησού με τους Ιουδαίους στη Συναγωγή της Καπερναούμ. Ο Ιησούς εφιστά την προσοχή ότι δεν είχαν κατανοήσει τον των άρτων ως «σημείο» - όπως ήταν το νόημά του -. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν το και ο κορεσμός (Ιω. 6, 26). Έβλεπαν τη σωτηρία εντελώς υλιστικά από την πλευρά γενικά της καλοπέρασης και υποβάθμιζαν έτσι τον άνθρωπο. Όταν όμως θεωρούν το μάννα μόνο από την πλευρά της καλοπέρασης, πρέπει κανείς να διαπιστώσει ότι το μάννα δεν ήταν ουράνιος αλλά επίγειος άρτος. Ακόμη κι αν ήλθε από τον ουρανό ήταν επίγεια τροφή, διατροφής, το οποίο έπρεπε να σταματήσει να υπάρχει, όταν εισήλθαν από την έρημο στην κατοικημένη χώρα. Ο άνθρωπος όμως πεινά περισσότερο, χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η δωρεά η οποία διατρέφει τον άνθρωπο ως άνθρωπο πρέπει να είναι μεγαλύτερη και να βρίσκεται επί επιπέδου. Είναι η Τορά αυτή η άλλη διατροφή; (πρβλ. Ιω. 4, 34) Ναι η Τορά είναι «άρτος» που προέρχεται από το Θεό. Μας καταδεικνύει όμως μόνο, για να μιλήσουμε έτσι, τα νώτα του Θεού. Είναι σκιά: ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ (Ιω. 6, 33). Όταν οι ακροατές δεν μπορούν να το κατανοήσουν, αναφέρει ο Ιησούς ξανά ακόμη πιο ξεκάθαρα: Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ͵ καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε (6, 35). Ο Νόμος έγινε . Στη συνάντησή μας με τον Ιησού εγγίζουμε περισσότερο τον Θεό, γευόμαστε πραγματικά άρτον εξ ουρανού. Αντιστοίχως κατέστησε ο Θεός ήδη προηγουμένως σαφές ότι το μοναδικό έργο το οποίο ζητούσε από αυτόν συνίσταται στο να πιστέψουν σ’ αυτόν. Οι ακροατές είχαν ρωτήσει τον Ιησού περί τούτου: τι πρέπει να κάνουμε, για να πραγματοποιήσουμε τα έργα του Νόμου; Η ελληνική λέξη , η οποία χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει να δουλεύοντας. Οι ακροατές είναι έτοιμοι να εργαστούν, να δράσουν, να κάνουν έργα, για να λάβουν αυτόν τον άρτο. Αλλά αυτός δεν είναι δυνατό να κερδηθεί με ανθρώπινη δουλειά και ατομική προσπάθεια. Μπορεί να έλθει σε μας μόνο ως δωρεά του Θεού, ως δώρο του Θεού. Σε αυτόν το διάλογο είναι παρούσα όλη η θεολογία. Το ύψιστο και το μοναδικό δεν μπορούμε να το μόνοι μας. Πρέπει να αφήσουμε να μας χαρισθεί και να εισχωρήσουμε στη δυναμική του . Αυτό συμβαίνει στην πίστη στο Χριστό, η οποία συνιστά διάλογο, ζωντανή σχέση με τον Πατέρα, ο οποίος (Ιησούς) θέλει να γίνει μέσα μας ξανά Λόγος και αγάπη. Η ερώτηση όμως πως μπορούμε να τραφούμε από το Θεό, να ζήσουμε από αυτόν, ώστε να γίνει δικός μας ο άρτος – αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να λυθεί με αυτόν τον τρόπο οριστικά. Ο Θεός γίνεται άρτος για μας εν πρώτοις στην του Λόγου: ο Λόγος λαμβάνει . Ο Λόγος γίνεται ένας εξ ημών και εμφανίζεται επί ενός δικού μας προσβάσιμου σε εμάς επιπέδου. Αλλά μέσω της ενανθρώπησης, της σάρκωσης του Λόγου, είναι αναγκαίο να γίνει ένα επιπλέον βήμα, το οποίο αναφέρει ο Ιησούς κατακλείνοντας το λόγο Του: το Σώμα Του είναι ζωή για τον κόσμο (6, 51). Με αυτόν τον τρόπο σημαίνεται ο του Ιησού και το μυστήριο του Σταυρού. Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές στο στ. 53, όπου ο Κύριος προσθέτει το λόγο περί του αίματός Του, που μας παρέχει για να το πιούμε. Εν προκειμένω δε γίνεται μόνο μια ξεκάθαρη υπόδειξη για την ευχαριστία αλλά προ πάντων προβάλλει στη βάση της η θυσία του Ιησού, ο οποίος χύνει το αίμα Του για μας και έτσι συγχρόνως εξέρχεται από τον εαυτό Του. Προσφέρεται για να γίνει δικός μας. Έτσι στο κεφάλαιο αυτό αλληλοπεριχωρούνται η θεολογία της και η θεολογία του . Αμφότερες είναι αδιαχώριστες. Δε μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει τη θεολογία της αναστάσεως που απαντά στους Συνοπτικούς και τον Παύλο προς τη θεολογία της Σαρκώσεως του αγίου Ιωάννου. Η Σάρκωση του Λόγου περί της οποίας ομιλεί ο Πρόλογος, αποσκοπεί τώρα στην προσφορά του Σώματος στο Σταυρό. Αυτή την προσφορά μπορούμε να τη προσεγγίσουμε στο μυστήριο. Ο Ιωάννης ακολουθεί εν προκειμένω την ίδια γραμμή η οποία αναπτύσσεται και στην Προς Εβραίους επί τη βάσει του Ψ. 39 (40), 6-8: Θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας. δὲ κατηρτίσω μοι (10, 5). Ο Ιησούς γίνεται άνθρωπος, για να αυτοπροσφερθεί στη θέση των θυσιαζομένων ζώων, τα οποία μπορούσαν να είναι μία έκφραση της νοσταλγίας μόνο αλλά όχι κάποια απάντηση. Στο λόγο του Ιησού περί του άρτου αφενός συσχετίζονται η κίνηση της σαρκώσεως και η αναστάσιμη πορεία με το μυστήριο, στο οποίο διαρκώς σάρκωση και ανάσταση συμβαίνουν συγχρόνως. Αφετέρου συσχετίζεται αντιστρόφως το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας με την κάθοδο του Θεού προς εμάς και για μας. Έτσι η Ευχαριστία τοποθετείται στο κέντρο της χριστιανικής υπάρξεως: ο Θεός εδώ μας χαρίζει πραγματικά το Μάννα, το οποίο περιμένει η ανθρωπότητα, τον αληθινό άρτο του ουρανού - ό,τι πιο βαθύ μπορούμε ως άνθρωποι να ζήσουμε. Συγχρόνως, όμως, η Ευχαριστία προβάλλει ως η διαρκής μεγάλη συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό, στην οποία ο Κύριος προσφέρεται ως «σάρκα», προκειμένου να γίνουμε εμείς «» με τη μετοχή μας σε Αυτόν καθώς και στην πορεία Του. Όπως εκείνος διαμέσω του Σταυρού μεταμορφώθηκε σε μία νέα μορφή σωματικότητας και ανθρωπότητας, ενωμένης με το Θεό, έτσι πρέπει επίσης αυτή η βρώση να είναι ένα άνοιγμα της υπάρξεως, μία δίοδος δια του Σταυρού και πρόγευση της υπάρξεως μίας νέας ζωής εν Θεώ. Γι αυτό στο τέλος του λόγου, όπου διατυπώνονται εμφατικά η Σάρκωση του Ιησού και η βρώση και η πόση του σώματος και του αίματος του Κυρίου, υπάρχει η πρόταση τὸ ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν͵ ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν (6, 63). Αυτό θα μας υπενθυμίσει το λόγο του Αποστόλου Παύλου: ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς ζῳοποιοῦν (Α’ Κορ. 15, 45). Εν προκειμένω η σάρκωση δε χάνει τίποτε από το ρεαλισμό της. Υπογραμμίζεται όμως η αναστάσιμη διάσταση του μυστηρίου. Μόνο διαμέσω του Σταυρού και της μεταμορφώσεως την οποία επιφέρει αυτός, μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτό το Σώμα και να οδηγηθούμε στη διαδικασία αυτής της μεταμορφώσεως. Από αυτήν τη χριστολογική μα και κοσμική δυναμική έχει να διδαχθεί πολλά η ευχαριστιακή ευσέβεια. Για να κατανοήσουμε το λόγο του Ιησού περί του άρτου, πρέπει να εξετάσουμε εν συντομία ένα από τους λόγους με τους οποίους κατακλείεται το Κατά Ιωάννη. Τους προφέρει ο Ιησούς κατά την Κυριακή των Βαΐων και αφορούν στην καθολική Εκκλησίας η οποία επρόκειτο να ιδρυθεί περιλαμβάνοντας Ιουδαίους και Έλληνες – όλα τα έθνη της γης –: Ἀμὴν Ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ͵ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ͵ πολὺν φέρει (Ιω. 12, 24). Σε αυτό που αποκαλούμε «άρτο» περιέχεται το μυστήριο του . Ο άρτος προϋποθέτει ότι ο σπόρος – ο του σίτου – θάφτηκε στη γη «πέθανε». Μετά από αυτήν την κάθοδο μεγάλωσε το νέο στάχυ. Ο επίγειος άρτος μπορεί να γίνει φορέας της παρουσίας του Χριστού, επειδή φέρει ο ίδιος το μυστήριο του Πάθους και ενώνει μέσα του θάνατο και Ανάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άρτος στις θρησκείες του κόσμου αποτελούσε την αφετηρία του θανάτου και της αναστάσεως, στις οποίες ο άνθρωπος αποτύπωνε την ελπίδα του για ζωή που πηγάζει από το θάνατο. O Καρδινάλιος Schönborn θυμάται σε αυτή τη συνάφεια τη μεταστροφή του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα C. S. Lewis. Αυτός είχε διαβάσει ένα δωδεκάτομο έργο γι αυτούς τους μύθους και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αυτός ο Ιησούς, ο οποίος έλαβε τον άρτο στα χέρια του λέγοντας τοῦτο ἐστι τὸ Σῶμα μου, ήταν μόνο μία περαιτέρω θεότητα και ένας βασιλιάς των σιτηρών ο οποίος δίνει τη ζωή του για τη ζωή του κόσμου. Μία ημέρα όμως άκουσε σε ένα διάλογο ένα συνειδητό άθεο να παρατηρεί ότι οι αποδείξεις για την ιστορικότητα των Ευαγγελίων είναι εκπληκτικά καλές. Του ήρθε τότε η σκέψη: Παράξενη υπόθεση. Ολόκληρη η υπόθεση του αποθνήσκοντος Θεού φαίνεται σα να είχε συμβεί μία φορά. Ναι συνέβη! Ο Ιησούς δεν είναι μύθος. Είναι άνθρωπος με σάρκα και αίμα, ευρισκόμενος πράγματι εντός της ιστορίας. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τους δρόμους που Αυτός ακολούθησε. Μπορούμε επίσης να ακούσουμε τους λόγους του μέσω μαρτύρων. Πέθανε και αναστήθηκ.ε. Το μυστήριο του πάθους του άρτου τρόπον τινά Τον περίμενε, προεκτεινόταν σ’ Αυτόν. Οι μύθοι προσδοκούσαν Αυτόν στον οποίο το προσδοκώμενο μετατράπηκε σε . Το ίδιο ισχύει και για τον οίνο. Και αυτός επίσης φέρει το πάθος εντός του. Έχει υποστεί πίεση προκειμένου από τα σταφύλια να προκύψει κρασί. Οι Πατέρες έχουν ερμηνεύσει περαιτέρω αυτή τη γλώσσα με τις έμμεσες δηλώσεις περί των ευχαριστιακών δώρων. Μόνο ένα παράδειγμα θα επιθυμούσα να επισυνάψω εν προκειμένω. Στην των Δώδεκα Αποστόλων (περί το 100 μ.Χ.) γίνεται προσευχή για τον άρτο ο οποίος προορίζεται για την Ευχαριστία: Ὥσπερ ἦν τοῦτο τὸ κλάσμα ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν ἐγένετο ἕν͵ οὕτω συναχθήτω σου ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν (9, 4).

Ερώτηση 3 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 90 βαθμοί) 

ΥΔΩΡ: ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, ΣΑΜΑΡΙΤΙΣΣΑ, ΣΚΗΝΟΠΗΓΙΑ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387

Το νερό είναι στοιχείο της ανθρώπινης ζωής και κατά συνέπεια ένα αρχέγονο της. Το συναντά ο άνθρωπος σε διαφορετικές μορφές και με διαφορετική έννοια. Είναι κατά πρώτον η , το φρέσκο, ΚΑΘΑΡΌ νερό το οποίο αναβλύζει από τα της γης. Έτσι εμφανίζεται η πηγή ως ιδιαίτερο στοιχείο, καθώς και ως σύμβολο της και της . Σε δεύτερη θέση έρχεται ο . Τα μεγάλα ποτάμια ο , ο Ευφράτης και ο είναι εντός των μεγάλων εκτάσεων που περιβάλλουν τον Ισραήλ η μεγάλη θεϊκή πηγή. Στο Ισραήλ είναι ο αυτός ο οποίος παρέχει στη χώρα τη ζωή. η συμβολική του ποταμού κρύβει μία ακόμη πτυχή: με το του συμβολίζει τον . Η κατάδυση στο βάθος του μπορεί να σημαίνει την κάθοδο στο και η ανάδυση την αναγέννηση. Τελικά παρουσιάζεται η θάλασσα ως μία θαυμαστή και καταπληκτική στη μεγαλοσύνη της , η οποία όμως προξενεί , καθότι είναι ο αντίποδας της γης, που αποτελεί τον χώρο του ανθρὠπου. Ο Δημιουργός έχει χαράξει τα όρια της θάλασσας τα οποία δεν επιτρέπεται να . Δεν της επιτρέπεται να κατακλύσει τη γη. Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας είχε γίνει κατεξοχήν στον Ισραήλ σύμβολο της αλλά υποδεικνύει συγχρόνως την η οποία κατέστρεψε τους . Ο συμβολισμός του νερού διαπερνά το Ιω. απ’ αρχής μέχρι τέλους. Το απαντούμε εν πρώτοις στο διάλογο με το στο κεφ. . Για να μπορέσει κάποιος να εισέλθει στη πρέπει πρώτα να γεννηθεί ἔξ ὕδατος καὶ (3, 5). Τι σημαίνει αυτό; Η Βάπτιση ως είσοδος στην κοινωνία με το Χριστό ερμηνεύεται ως , στην οποία - αναλογικά με την ανθρώπινη γέννηση που προκύπτει από τη του άνδρα και τη σύλληψη της γυναίκας - ανήκει μία διπλή αρχή: θεϊκό και ύδωρ - η μήτρα της ανθρώπινης –. Στην αναγέννηση ανήκει για να μιλήσουμε διαφορετικά η δύναμη του Πνεύματος του Θεού αλλά ανήκει επίσης και το μυστήριο της η οποία υποδέχεται και αποδέχεται. Πνεύμα και , και γη, Χριστός και ανήκουν μαζί. Έτσι τελεσιουργείται η αναγέννηση. Το νερό ίσταται στο μυστήριο αντί της γης, της αγίας Εκκλησίας, η οποία παραλαμβάνει και εκπροσωπεί τη Δημιουργία. Κατευθείαν εν συνεχεία, στο κεφ .4 συναντούμε τον Ιησού στο φρέαρ του : Ο Κύριος υπόσχεται στη νερό από το οποίο όποιος πίνει ανακαλύπτειτην που εκβάλλει στην αιώνια ζωή, ώστε να μη ποτέ ξανά. Εδώ συνδέεται η συμβολική του φρέατος με το σχέδιο της θείας Οικονομίας για τον Ισραήλ. Ήδη κατά την κλήση του Ναθαναήλ ο Ιησούς αποκάλυψε τον εαυτό Του ως το νέο, μεγαλύτερο . Αυτός (ο πατριάρχης) είχε δει πάνω στην πέτρα που χρησιμοποιούσε ως για να κοιμηθεί, νυχτερινό όραμα στο οποίο ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι. Ο Ιησούς προλέγει στο Ναθαναήλ ότι θα δει τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν Υἱὸν τοῦ Ἀνθρώπου (1, 51). Εδώ στο φρέαρ του Ιακώβ συναντούμε τον Ιακώβ ως το μεγάλο . Με το φρέαρ είχε χαρίσει νερό, το βασικό συστατικό της ζωής. Αλλά στον άνθρωπο υφίσταται μία μεγαλύτερη δίψα - πέρα από το νερό του φρέατος, γιατί αναζητά μία ζωή, η οποία ξεπερνά τη σφαίρα. Ο Ιωάννης διακρίνει μεταξύ και ζωής, της βιολογικής και αυτής της ζωής, η οποία είναι αφ’ εαυτής (της ζωής) και δεν υπόκειται στο θάνατο και τη . Γι’ αυτό και ο διάλογος με τη Σαμαρείτιδα στρέφεται περί το ύδωρ – όμως αυτή τη φορά με άλλο τρόπο - ως σύμβολο του Πνεύματος. της ιδιαίτερης εκείνης δύναμης, η οποία ξεδιψά τη βαθύτερη δίψα του ανθρώπου και του χαρίζει, χωρίς να το γνωρίζει, ολόκληρη εκείνη τη που προσμένει. Στη συνέχεια στο κεφ. 5 εμφανίζεται το ύδωρ εν . Πρόκειται για την ιστορία του ανθρώπου εκείνου ο οποίος ήταν κατάκοιτος για έτη και προσδοκούσε την ίαση από την κατάδυσή του στη κολυμπήθρα . Στο κεφ. 7 συναντάμε τον Ιησού κατά την εορτή της όπου δέσποζε το εορταστικό έθιμο της σπονδής του . Κατά την έβδομη ημέρα οι ιερείς φορές γύρω από το βωμό με τη λεκάνη. Αυτά τα τελετουργικά με το ύδωρ υποδεικνύουν εν πρώτοις ότι η καταγωγή της συγκεκριμένης πρέπει να αναχθεί σε θρησκεύματα. Η εορτή ήταν μία παράκληση για τη βροχή, την οποία χρειαζόταν τόσο πολύ μία χώρα που υπέφερε από την . Κατόπιν όμως το τελετουργικό μετατράπηκε σε ιερή ανάμνηση του ύδατος το οποίο ο Θεός πρόσφερε στους Ιουδαίους παρά τις αμφιβολίες και τους φόβους τους κατά την τους στην έρημο (Αρ. 20, 1-13). Τελικά η ανάβλυση του ύδατος από το βράχο κατέστη αντικείμενο μεσσιανικής ελπίδας: ο Μωϋσής είχε χαρίσει στον Ισραήλ κατά την περιπλάνησή του στην έρημο εξ ουρανού και ύδωρ εκ πέτρας. Αντίστοιχα ανέμενε κανείς αυτά τα δύο βασικά στοιχεία της ζωής και από το νέο Μωϋσή, το Μεσσία. Αυτή η μεσσιανική ερμηνεία της προσφοράς του ύδατος εμφανίζεται και στην Α’ Κορινθίους. Ο Ιησούς με την αναφορά του στο τελετουργικό του ύδατος αποκρινόταν σε αυτήν την προσδοκία: είναι ο Μωϋσής. Ο ίδιος είναι ο που αναβλύζει ζωή. Όπως απεκάλυψε στην ομιλία του περί του άρτου ότι Αυτός είναι ο άρτος ο εκ του ουρανού καταβάς, έτσι προβάλλεται τώρα – παρόμοια όπως και ενώπιον της – ως το ζωντανό ύδωρ, που ικανοποιεί την εσώτερη του ανθρώπου, τη δίψα για ζωή, για το της ζωής (10, 10). Αυτή είναι μία ζωή η οποία δε χαρακτηρίζεται από την αναγκαία δίψα που πάντοτε πρέπει να ικανοποιείται εκ , αλλά αναβλύζει εκ των έσω αφ’ . "Ο άνθρωπος ο οποίος πιστεύει γίνεται μόνος του μία πηγή, μία από την οποία εκπηγάζει γάργαρο, αμόλυντο νερό, η ζωοποιός δύναμη του δημιουργικού Πνεύματος". ή σύμφωνα με άλλη απόδοση: "Όποιος διψά, αυτός ας έρθει σε και ας πιει όποιος πιστεύει. Όπως αναφέρει η Γραφή, από το Του θα πηγάσουν ποταμοί". Το σώμα αναφέρεται έτσι στον . Αυτός είναι η πηγή, η ζωντανή , από την οποία πηγάζει το καινό ύδωρ. Αλλά που ομιλεί η Γραφή γι αυτή τη πηγή; Ο Ιωάννης δεν έχει κάποια μεμονωμένη αναφορά κατά νου αλλά ακριβώς τη Γραφή και μία εικόνα, η οποία διέρχεται τα κείμενά της. Ένα βασικό ίχνος της είχαμε εντοπίσει προηγουμένως: την ιστορία περί του βράχου που ανέβλυσε ύδωρ, και είχε καταστεί στον Ισραήλ ένα σύμβολο της ελπίδας. Το δεύτερο μεγάλο ίχνος μας το παρέχει το Ιεζεκιήλ 47, 1-12 – το όραμα του Ναού: καὶ ἰδοὺ ὕδωρ ἐξεπορεύετο ὑποκάτωθεν τοῦ αἰθρίου κατ’ ἀνατολάς (47, 1). Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα επανέλαβε ο εκ νέου: εκείνη την εποχή θα ανοιχτεί πηγή για να οι απόγονοι του Δαβίδ και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ από την αμαρτία και την τους (13, 1) εκείνη την εποχή θα πηγάζουν από την Ιερουσαλήμ που θα δίνουν ζωή. Τα μισά απ΄ αυτά θα χύνονται στην Νεκρά θάλασσα και τ’ άλλα μισά στη δυτική. Χειμώνα καλοκαίρι θα υπάρχουν νερά (14, 8) . Το τελευταίο κεφάλαιο της νοηματοδοτεί εκ νέου αυτές τις εικόνες και συγχρόνως τους δίνει όλο τους το μεγαλείο: Καὶ ἔδειξέν μοι ποταμὸν ὕδατος ζωῆς λαμπρὸν ὡς κρύσταλλον͵ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἀρνίου (Αποκ. 22, 1). Έτσι ο λόγος της Σκηνοπηγίας δεν αφορά μόνο στην καινή Ιερουσαλήμ, στην οποία ζει ο ίδιος ο Θεός και είναι πηγή της ζωής αλλά υποδεικνύει άμεσα το του Σταυρωθέντος από τον οποίο επήγασε αίμα και ύδωρ (19, 34). Το αναδεικνύει ως τον αληθινό , ο οποίος δεν είναι χειροποίητος από λίθους. Επειδή ακριβώς σημαίνει τη ζωντανή παρουσία του Θεού στον κόσμο, είναι και θα παραμένει πηγή της ζωής για πάντα. Όποιος ανοίγει τα μάτια του στην Ιστορία, μπορεί να αντικρίσει αυτόν τον ποταμό να διατρέχει τους αιώνες ξεκινώντας από το Γολγοθά, από τον εσταυρωμένο και αναστάντα Χριστό. Μπορεί να διαπιστώσει πως εκεί όπου ο αυτός εκβάλλει η γη καθαίρεται, αναπτύσσονται καρπερά δέντρα. Από αυτήν την πηγή της αγάπης πηγάζει πραγματική, που δωρίζεται και δωρίζει. Αυτή η βασική χριστολογική ερμηνεία δεν πρέπει να αποκλείσει ότι η αναφορά στο λόγιο σε ένα βαθμό αφορά και στους πιστούς. Ένα λόγιο από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Θωμά (10, 6) υποδεικνύει μία κατεύθυνση αντίστοιχη με αυτή του Κατά Ιωάννη: όποιος πίνει από το μου, θα γίνει όπως εγώ. Ο πιστός ενώνεται με το Χριστό. Συμμετέχει στην του. Ο πιστός και ο άνθρωπος που αγαπάει μαζί με το Χριστό γίνεται μία πηγή που χαρίζει ζωή. Αυτό όμως μπορεί να το διαπιστώσει κανείς και στην αφήγηση πως οι άγιοι είναι οάσεις, από τις οποίες αναβλύζει ζωή, από την οποία επιστρέφει κάτι από το χαμένο Παράδεισο. Και πάντα παραμένει τέλος ο Χριστός η πηγή, η οποία χορηγεί άφθονα δώρα.

Ερώτηση 4 (Συμπλήρωση Κενών (Αυστηρή Ταυτοποίηση) — 68 βαθμοί) 

Ο ΚΑΛΟΣ ΠΟΙΜΗΝ-Ο ΗΡΩΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ

Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387

Η εικόνα του ποιμένος έχει καθεαυτή μακρόχρονη ιστορία. Στην αρχαία , τόσο στις βασιλικές επιγραφές των Σουμερίων όσο και στο βαβυλωνιακό και ασσυριακό χώρο, ο βασιλιάς εμφανίζεται ως ο θεόσταλτος . Σε αυτήν την εικόνα ως καθήκον του ηγεμόνα προβάλλει και η για τους . Έτσι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι από την καταγωγή της η εικόνα του Χριστού ως του καλού ποιμένος ήδη ευαγγελίζεται το Χριστό , αφήνει να λάμψει η Βασιλεία του Χριστού. Η άμεση προϊστορία των εικόνων περί του Χριστού βρίσκεται ασφαλώς στην , στην οποία ο Θεός εμφανίζεται ως ο ποιμήν του . Αυτή η εικόνα είχε επηρεάσει βαθύτατα την ευσέβεια του Ισραήλ και στις κατεξοχήν δύσκολες ώρες του Ισραήλ αποτέλεσε λόγο και αισιοδοξίας. Με τον καλύτερο ίσως τρόπο είναι διατυπωμένη αυτή η ευσέβεια της εμπιστοσύνης στον Ψαλμό 22 (23): Κύριος με͵ καὶ οὐδέν με ὑστερήσει ἐὰν γὰρ καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς ͵ οὐ φοβηθήσομαι κακά͵ ὅτι σὺ μετ’ ἐμοῦ εἶ (1. 4). Με ποιο μεγαλειώδη χρώματα είναι διαμορφωμένη η εικόνα του Θεού ως ποιμένα στον στα κεφ. . Έχοντας να αντιμετωπίσει τους ποιμένες των χρόνων του, ο Ιεζεκιήλ τους κατηγορεί, επαγγελόμενος ότι ο ο ίδιος Θεός θα αναζητήσει και θα φροντίσει τα πρόβατά του. Πραγματικά εμφανίζεται εν προκειμένω στον το όραμα ενός ποιμένος ο οποίος υποφέρει το σύμφωνα με το θέλημα του και φέρει έτσι την τελευταία αλλαγή. Αυτή η τρομακτική οπτασία του σκοτωμένου ποιμένος, ο οποίος διά μέσω του θανάτου γίνεται , συνδέεται στενά με μία άλλη εικόνα του βιβλίου του Ζαχαρία: θα βάλω στους απογόνους του και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ πνεύμα ώστε να ζητήσουν το μου. Τότε θα στρέψουν τα βλέμματά τους σ’ εμένα εξαιτίας που τον κατατρύπησαν. Θα τον θρηνήσουν όπως θρηνούν ένα . Θα τον κλάψουν πικρά όπως κλαίνε έναν πρωτότοκο. Ο θρήνος της Ιερουσαλήμ θα είναι μεγάλος όπως ο θρήνος για την Αδάδ Ριμμών στην πεδιάδα . Εκείνη την εποχή θα ανοιχτεί πηγή για να καθαρίζονται οι απόγονοι του Δαβίδ (12, 10. 11. 13, 1). Η μεταγενέστερη προφητεία του Ισραήλ φανερώνει, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει καλύτερα – τον πάσχοντα και αποθνήσκοντα Σωτήρα, τον ποιμένα, ο οποίος γίνεται . Οι λόγοι περί του ποιμένος δεν εκκινούν με την έκφραση Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός αλλά με μία άλλη εικόνα: Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ τῶν προβάτων. Προηγουμένως, ο ίδιος ο Ιησούς είχε αναφέρει: Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν ἐκεῖνος ἐστὶν καὶ λῃστής (10, 1 κ.ε.). Αυτό το χωρίο μπορεί να κατανοηθεί υπό την έννοια του κριτηρίου που θέτει ο Ιησούς για τον ποιμένα της ποίμνης του μετά την άνοδό του στον Πατέρα. Ο αληθινός ποιμένας αποδεικνύεται από το εάν εισέρχεται διά του ως της θύρας. Το πώς μπορεί αυτό να συμβεί, να διέλθει δηλ. κανείς διά του Ιησού ως της θύρας, μας το δείχνει το στο Ευαγγέλιο. Είναι το κεφ. 21 όπου περιγράφεται ο διορισμός του Πέτρου στο ιδιαίτερο ποιμαντικό αξίωμα που ανήκει κατ’ ουσίαν μόνον στον Ιησού. Τρεις φορές αναφέρει ο Ιησούς στον Πέτρο: τὰ ἀρνία μου (δηλ. τα πρόβατά μου 21, 15-17). Επειδή ακριβώς διέρχεται δια της θύρας του Ιησού, επειδή είναι ενωμένος με Αυτόν και τη θυσία Του, γι’ αυτό και τα πρόβατα ακούνε τη φωνή του, τη φωνή του ίδιου του Ιησού. Ο Φίλων, ο μεγάλος Ιουδαίος φιλόσοφος της θρησκείας και σύγχρονος του Ιησού, αναφέρει ότι ο Θεός, ο αληθής του λαού του, όρισε ως ποιμένα τον πρωτότοκο Υιό του, το . Ο λόγος περί του ποιμένος στο Κατά Ιωάννη δε βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την κατανόηση του Ιησού ως Λόγου. και όμως – στη συνάφεια ολόκληρου του Κατά Ιωάννη – αυτό είναι το νόημα αυτού του λόγου: ο ίδιος ο Ιησούς ως σαρκωμένος Λόγος του Θεού δεν είναι μόνον ο ποιμένας αλλά και η τροφή, η αληθινή «βοσκή». (1, 4. 3, 36. 11, 25). Στη δεύτερη εικόνα της ομιλίας του ποιμένος εμφανίζεται το . Υπερβαίνει το Φίλωνα, όχι μέσω καινούργιων σκέψεων αλλά μέσω ενός νέου γεγονότος. Είναι ακριβώς η Σάρκωση και το Πάθος του Υιού: ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν τῶν προβάτων (10, 11). ο Ιησούς μεταστρέφει την εξωτερική πράξη βίας της σταυρώσεως σε μία πράξη του εαυτού Του για τους άλλους. Ο Ιησούς δε δίνει κάτι, αλλά τον ίδιο τον Του. Έτσι προσφέρει ζωή. Μία τρίτη σημαντική εικόνα του λόγου περί του ποιμένος είναι η αλληλογνωριμία μεταξύ του ποιμένος και ποιμνίου.Ο ποιμένας τα πρόβατα, γιατί του , και του ανήκουν ακριβώς επειδή είναι δικά του. Το γνωρίζειν και το ανήκειν (στο ελληνικό κείμενο το ἴδιος) είναι στην πραγματικότητα ένα και το αυτό. Ο αληθινός ποιμένας κατέχει τα πρόβατα όχι ως κάτι το οποίο χρησιμοποιεί και . Του ανήκουν μάλλον υπό την έννοια του ότι τα γνωρίζει και αυτή η γνώση συνιστά μία βαθύτερη . Σημαίνει το ανήκεις εσωτερικά σε κάποιον σ’ ένα βαθμό που προχωρά πολύ βαθύτερα από την κατοχή πραγμάτων. Ας το ξεκαθαρίσουμε αυτό με ένα παράδειγμα από τη ζωή μας. Κανείς άνθρωπος δεν ανήκει σε κάποιον όπως ένα αντικείμενο. Τα παιδιά δεν αποτελούν των γονέων. Οι σύζυγοι δεν είναι ιδιοκτησία ο ένας του άλλου. Ανήκουν όμως ο ένας στον άλλο κατά ένα πολύ βαθύτερο τρόπο από ό,τι ένα κομμάτι ξύλου ή γης ή ό,τι μπορεί κάποιος να ονομάσει ιδιοκτησία.Ανήκουν μεταξύ τους όχι ως ιδιοκτησία αλλά ως ευθύνη. Ανήκουν μεταξύ τους με το να αποδέχονται την του άλλου και να σηκώνουν με την ο ένας τον άλλο – σε αυτή τους τη σχέση είναι αιώνια και συγχρόνως. Εδώ ακριβώς έγκειται και η διαφορά μεταξύ του ιδιοκτήτου, του αληθινού ποιμένα, και του κλέπτη. Για τους κλέπτες, τους ιδεολόγους και τους , οι άνθρωποι είναι μόνο τα οποία κατέχουν. Για τους αληθινούς ποιμένες είναι όμως ελεύθεροι στην αλήθεια και την αγάπη. Ο ποιμένας αναδεικνύεται ως ιδιοκτήτης επιπλέον για ένα ακόμη λόγο. γνωρίζει και αγαπάει τα πρόβατα και τα θέλει στην ελευθερία και την αγάπη. Του ανήκουν μέσω της ενότητας του , όντας στην της αλήθειας, η οποία είναι ο ίδιος. Όπως συνδέεονται μεταξύ τους Λόγος και σάρκωση, Λόγος και πάθος, έτσι αλληλοπεριχωρούνται το γνωρίζειν και η . Μόνο εν Θεώ και εκ Θεού μπορεί να γνωρίσει κανείς τον άνθρωπο σωστά. Μία η οποία περιορίζει τον άνθρωπο στο και το χειροπιαστό δεν αφορά στο ιδιαίτερο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του μόνον όταν μαθαίνει να τον κατανοεί από την πλευρά του Θεού. Γνωρίζει τον άλλο μόνο όταν διαπιστώνει εντός του το του Θεού. Για τον ποιμένα που βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού αυτό συνεπάγεται ότι δεν επιτρέπεται να συνδέει τους ανθρώπους με το μικρό του. Ο ποιμένας στην υπηρεσία του Χριστού πρέπει να οδηγεί πάντοτε πέρα από τον εαυτό του, για να μπορεί ο άλλος να ανακαλύψει ολόκληρη την του. Γι’ αυτό πρέπει και ο ίδιος να απαρνηθεί μόνος του τον εαυτό του και να εισέλθει στην ενότητα με τον και τον Θεό. Τέλος ο Θεός - ποιμένας συγκεντρώνει ξανά το και σκορπισμένο Ισραήλ σ’ ένα λαό. Ο λόγος περί του ποιμένα στον Ιεζεκιήλ παραλαμβάνει αυτό το όραμα και διευρύνει αποφασιστικά τον κύκλο, την ακτίνα της επαγγελίας: καὶ πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν͵ καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν͵ καὶ γενήσονται ποίμνη͵ ποιμήν (10, 16). Η αποστολή του Ιησού δεν ισχύει μόνο για διασκορπισμένα τα πρόβατα τα απολωλότα του οίκου Ισραήλ, αλλά ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ συναγάγῃ εἰς (11, 52). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η επαγγελία περί του ενός ποιμένος και της μίας ποίμνης διατυπώνει το ίδιο με αυτό που αναφέρεται στο Κατά Ματθαίο στην εντολή του Αναστάντος για ιεραποστολή: πάντα τὰ ἔθνη (28,19) αλλά και αυτό που απαντά στις Πράξεις των Αποστόλων πάλι ως λόγος του Αναστάντος: Καὶ ἔσεσθέ μου ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς (Πρ. 1, 8).