Ο ΑΡΤΟΣ ΚΕΦ. 6
Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387
Η βασική συνάφεια στην οποία εντάσσεται το όλο κεφάλαιο συνίσταται στην αντιπαραβολή του » τον οποίο ο Μωϋσής είχε προαναγγείλει στα σύνορα της αγίας Γης. Περί Αυτού είχε πει: Δώσω τὸ ῥῆμά μου ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ͵ καὶ λαλήσει αὐτοῖς καθότι ἂν ἐντείλωμαι αὐτῷ (Δευτ. 18, 18). Έτσι δεν είναι τυχαίο, ότι στο τέλος του πολλαπλασιασμού των άρτων και πριν την προσπάθεια να ανακηρυχθεί ο Ιησούς βρίσκεται το χωρίο: Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον (Ιω. 6, 14). Αυτό ακριβώς αναφέρουν οι άνθρωποι και μετά το κήρυγμα περί του ζώντος κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας: Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης (7, 40).
Από το υπόβαθρο του Μωϋσέως προκύπτει η αξίωση, την οποία πρέπει να θέσει ο Ιησούς. Ο Μωϋσής είχε βγάλει στην έρημο ύδωρ εκ του βράχου. Όπως διαπιστώσαμε ο Ιησούς επαγγέλλεται το το ύδωρ της ζωής. Η μεγάλη δωρεά όμως στην οποία εστιάζονταν κυρίως οι αναμνήσεις ήταν το : ο Μωϋσής είχε χαρίσει άρτο από τον ουρανό. Ο Θεός ο ίδιος είχε διαθρέψει τον περιπλανώμενο Ισραήλ με ουράνιο άρτο. Σε ένα λαό, όπου πολλοί υπέφεραν από και από τον κάματο για να εξασφαλίσουν τον , αυτή ήταν η επαγγελία των επαγγελιών η οποία περιέκλειε τρόπον τινά τα πάντα εντός της. Ήταν η επίλυση κάθε ανάγκης - μία δωρεά η οποία θα έπαυε την πείνα για όλους και για πάντα.
Πριν καταπιαστούμε με την ιδέα αυτή επί τη βάσει της οποίας πρέπει να κατανοήσουμε το κεφ.6, πρέπει να συμπληρώσουμε την εικόνα που έχουμε για το Μωϋσή, γιατί μόνο έτσι θα προβάλλει μπροστά μας η εικόνα του Ιησού, που έχει υπόψιν του ο Ιωάννης. Το βασικό σημείο εκ του οποίου εκκινούμε σε αυτό το βιβλίο και στο οποίο επιστρέφουμε ξανά και ξανά συνίσταται σε τούτο: ότι ο Μωϋσής με το Θεό ἐνώπιος ἐνωπίῳ͵ ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον (Έξ. 33, 11. Δευτ. 34, 10). Μόνο επειδή ομιλούσε με το Θεό μπορούσε να μεταφέρει στους ανθρώπους το λόγο Του. Αλλά σε αυτήν την αμεσότητα με το Θεό, η οποία ίσταται στον πυρήνα της του Μωϋσέως και συνιστά το βαθύτερο λόγο της, υπάρχει μία σκιά. Στην παράκληση του Μωϋσή Δεῖξόν μοι τὴν σεαυτοῦ - τη στιγμή κατά την οποία ακριβώς γίνεται λόγος για την οικειότητα και την αμεσότητα που είχε προς το Θεό – έρχεται η εξής απάντηση: ἡνίκα δ’ ἂν παρέλθῃ μου ἡ δόξα͵ καὶ θήσω σε εἰς ὀπὴν τῆς πέτρας καὶ σκεπάσω τῇ χειρί μου ἐπὶ σέ͵ ἕως ἂν (Εξ. 33, 18. 22 κ.ε.). Ακόμη και ο Μωϋσής βλέπει μόνο τα του Θεού – οὐ γὰρ μὴ ἴδῃ ἄνθρωπος τὸ μου καὶ ζήσεται. Το όριο που έχει τεθεί στο Μωϋσή είναι προφανές. Το καθοριστικό κλειδί για την εικόνα του Ιησού στο Κατά Ιωάννη είναι η διατύπωση του τέλους του Προλόγου: Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· μονογενὴς Θεὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρὸς ἐκεῖνος (Ιω. 1, 18). Μόνον ο Ιησούς ως Θεός το Θεό. Ομιλεί πραγματικά από τη θέα του Πατρός, από το διαρκή διάλογο με τον Πατέρα, ο οποίος (διάλογος) είναι η ζωή Του. Ο Μωϋσής μπορούσε μόνο να δείξει τα νώτα του Θεού. Ο Ιησούς είναι ο Λόγος που προέρχεται από το Θεό, από τη ζωντανή θεωρία, από την ενότητα με Αυτόν.
Με αυτόν τον τρόπο συσχετίζονται δύο περαιτέρω δωρεές του Μωϋσέως οι οποίες βρίσκουν την ολοκλήρωσή τους στο Χριστό: ο Θεός φανέρωσε στο Μωϋσή το Του και κατέστησε έτσι δυνατή τη σχέση Του με τους ανθρώπους. Ο Μωϋσής με το να διαδώσει περαιτέρω το όνομα που του είχε αποκαλυφθεί, γινόταν ο μίας αυθεντικής σχέσεως των ανθρώπων με τον ζώντα Θεό – επ’ αυτού αναλογισθήκαμε κατά την εξέταση του πρώτου αιτήματος της Κυριακής Προσευχής. Στην αρχιερατική Του προσευχή ο Ιησούς τονίζει ότι αποκαλύπτει το του Θεού. Έτσι ολοκληρώνει στο σημείο αυτό το έργο το οποίο είχε ξεκινήσει ο Μωϋσής.
Η άλλη δωρεά του Μωϋσή η οποία σχετίζεται στενά με τη και με τη γνωστοποίηση του ονόματος του Θεού καθώς και με το Μάννα είναι αυτή από την οποία λαμβάνει υπόσταση ο Ισραήλ, γίνεται του Θεού: η Τορά – ο Λόγος του Θεού ο οποίος οδηγεί και κατευθύνει προς τη ζωή. Ο Ισραήλ αναγνώριζε όλο και περισσότερο ότι αυτή ήταν η βασική και μένουσα δωρεά του Μωϋσέως. Σε αυτό συνίσταται η ξεχωριστή διάκριση του Ισραήλ, ότι γνωρίζει το του Θεού και την ορθή οδό της ζωής. Ο μεγάλος Ψ. 118 (119) αποτελεί μία μοναδική έκρηξη της δόξας και της ευγνωμοσύνης γι αυτό το δώρο. Η μονομερής θεώρηση του Νόμου, η οποία προκύπτει από μία μονομερή ερμηνεία της παύλειας θεολογίας, μας αποτρέπει από το να καταλάβουμε αυτή τη χαρά του Ισραήλ: τη χαρά να γνωρίζεις το θέλημα του Θεού και να μπορείς να το βιώσεις.
Με αυτήν την υπόδειξη επανερχόμαστε – έστω και απρόοπτα – ξανά στο λόγο περί του άρτου. Γιατί στην εσωτερική εξέλιξη της ιουδαϊκής σκέψεως είχε γίνει ολοένα και πιο σαφές ότι το ξεχωριστό ψωμί από τον ουρανό το οποίο έτρεφε και τρέφει τον Ισραήλ είναι ο – ο του Θεού. Στη σοφιολογική γραμματεία η Σοφία, η οποία σχετίζεται με το Νόμο και είναι παρούσα σ’ αυτόν, εμφανίζεται ως (Παρ. 9,5). Η ραββινική γραμματεία έχει προωθήσει περισσότερο αυτή τη σκέψη. Έτσι πρέπει να κατανοήσουμε την αντιπαράθεση του Ιησού με τους Ιουδαίους στη Συναγωγή της Καπερναούμ. Ο Ιησούς εφιστά την προσοχή ότι δεν είχαν κατανοήσει τον των άρτων ως «σημείο» - όπως ήταν το νόημά του -. Αυτό που τους ενδιέφερε ήταν το και ο κορεσμός (Ιω. 6, 26). Έβλεπαν τη σωτηρία εντελώς υλιστικά από την πλευρά γενικά της καλοπέρασης και υποβάθμιζαν έτσι τον άνθρωπο. Όταν όμως θεωρούν το μάννα μόνο από την πλευρά της καλοπέρασης, πρέπει κανείς να διαπιστώσει ότι το μάννα δεν ήταν ουράνιος αλλά επίγειος άρτος. Ακόμη κι αν ήλθε από τον ουρανό ήταν επίγεια τροφή, διατροφής, το οποίο έπρεπε να σταματήσει να υπάρχει, όταν εισήλθαν από την έρημο στην κατοικημένη χώρα. Ο άνθρωπος όμως πεινά περισσότερο, χρειάζεται κάτι περισσότερο. Η δωρεά η οποία διατρέφει τον άνθρωπο ως άνθρωπο πρέπει να είναι μεγαλύτερη και να βρίσκεται επί επιπέδου.
Είναι η Τορά αυτή η άλλη διατροφή; (πρβλ. Ιω. 4, 34) Ναι η Τορά είναι «άρτος» που προέρχεται από το Θεό. Μας καταδεικνύει όμως μόνο, για να μιλήσουμε έτσι, τα νώτα του Θεού. Είναι σκιά: ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ (Ιω. 6, 33). Όταν οι ακροατές δεν μπορούν να το κατανοήσουν, αναφέρει ο Ιησούς ξανά ακόμη πιο ξεκάθαρα: Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ͵ καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσει πώποτε (6, 35).
Ο Νόμος έγινε . Στη συνάντησή μας με τον Ιησού εγγίζουμε περισσότερο τον Θεό, γευόμαστε πραγματικά άρτον εξ ουρανού. Αντιστοίχως κατέστησε ο Θεός ήδη προηγουμένως σαφές ότι το μοναδικό έργο το οποίο ζητούσε από αυτόν συνίσταται στο να πιστέψουν σ’ αυτόν. Οι ακροατές είχαν ρωτήσει τον Ιησού περί τούτου: τι πρέπει να κάνουμε, για να πραγματοποιήσουμε τα έργα του Νόμου; Η ελληνική λέξη , η οποία χρησιμοποιείται εδώ σημαίνει να δουλεύοντας. Οι ακροατές είναι έτοιμοι να εργαστούν, να δράσουν, να κάνουν έργα, για να λάβουν αυτόν τον άρτο. Αλλά αυτός δεν είναι δυνατό να κερδηθεί με ανθρώπινη δουλειά και ατομική προσπάθεια. Μπορεί να έλθει σε μας μόνο ως δωρεά του Θεού, ως δώρο του Θεού. Σε αυτόν το διάλογο είναι παρούσα όλη η θεολογία. Το ύψιστο και το μοναδικό δεν μπορούμε να το μόνοι μας. Πρέπει να αφήσουμε να μας χαρισθεί και να εισχωρήσουμε στη δυναμική του . Αυτό συμβαίνει στην πίστη στο Χριστό, η οποία συνιστά διάλογο, ζωντανή σχέση με τον Πατέρα, ο οποίος (Ιησούς) θέλει να γίνει μέσα μας ξανά Λόγος και αγάπη.
Η ερώτηση όμως πως μπορούμε να τραφούμε από το Θεό, να ζήσουμε από αυτόν, ώστε να γίνει δικός μας ο άρτος – αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να λυθεί με αυτόν τον τρόπο οριστικά. Ο Θεός γίνεται άρτος για μας εν πρώτοις στην του Λόγου: ο Λόγος λαμβάνει . Ο Λόγος γίνεται ένας εξ ημών και εμφανίζεται επί ενός δικού μας προσβάσιμου σε εμάς επιπέδου. Αλλά μέσω της ενανθρώπησης, της σάρκωσης του Λόγου, είναι αναγκαίο να γίνει ένα επιπλέον βήμα, το οποίο αναφέρει ο Ιησούς κατακλείνοντας το λόγο Του: το Σώμα Του είναι ζωή για τον κόσμο (6, 51). Με αυτόν τον τρόπο σημαίνεται ο του Ιησού και το μυστήριο του Σταυρού. Αυτό γίνεται ακόμη πιο σαφές στο στ. 53, όπου ο Κύριος προσθέτει το λόγο περί του αίματός Του, που μας παρέχει για να το πιούμε. Εν προκειμένω δε γίνεται μόνο μια ξεκάθαρη υπόδειξη για την ευχαριστία αλλά προ πάντων προβάλλει στη βάση της η θυσία του Ιησού, ο οποίος χύνει το αίμα Του για μας και έτσι συγχρόνως εξέρχεται από τον εαυτό Του. Προσφέρεται για να γίνει δικός μας.
Έτσι στο κεφάλαιο αυτό αλληλοπεριχωρούνται η θεολογία της και η θεολογία του . Αμφότερες είναι αδιαχώριστες. Δε μπορεί κανείς να αντιπαραθέσει τη θεολογία της αναστάσεως που απαντά στους Συνοπτικούς και τον Παύλο προς τη θεολογία της Σαρκώσεως του αγίου Ιωάννου. Η Σάρκωση του Λόγου περί της οποίας ομιλεί ο Πρόλογος, αποσκοπεί τώρα στην προσφορά του Σώματος στο Σταυρό. Αυτή την προσφορά μπορούμε να τη προσεγγίσουμε στο μυστήριο. Ο Ιωάννης ακολουθεί εν προκειμένω την ίδια γραμμή η οποία αναπτύσσεται και στην Προς Εβραίους επί τη βάσει του Ψ. 39 (40), 6-8: Θυσίαν καὶ προσφορὰν οὐκ ἠθέλησας. δὲ κατηρτίσω μοι (10, 5). Ο Ιησούς γίνεται άνθρωπος, για να αυτοπροσφερθεί στη θέση των θυσιαζομένων ζώων, τα οποία μπορούσαν να είναι μία έκφραση της νοσταλγίας μόνο αλλά όχι κάποια απάντηση. Στο λόγο του Ιησού περί του άρτου αφενός συσχετίζονται η κίνηση της σαρκώσεως και η αναστάσιμη πορεία με το μυστήριο, στο οποίο διαρκώς σάρκωση και ανάσταση συμβαίνουν συγχρόνως.
Αφετέρου συσχετίζεται αντιστρόφως το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας με την κάθοδο του Θεού προς εμάς και για μας. Έτσι η Ευχαριστία τοποθετείται στο κέντρο της χριστιανικής υπάρξεως: ο Θεός εδώ μας χαρίζει πραγματικά το Μάννα, το οποίο περιμένει η ανθρωπότητα, τον αληθινό άρτο του ουρανού - ό,τι πιο βαθύ μπορούμε ως άνθρωποι να ζήσουμε. Συγχρόνως, όμως, η Ευχαριστία προβάλλει ως η διαρκής μεγάλη συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό, στην οποία ο Κύριος προσφέρεται ως «σάρκα», προκειμένου να γίνουμε εμείς «» με τη μετοχή μας σε Αυτόν καθώς και στην πορεία Του. Όπως εκείνος διαμέσω του Σταυρού μεταμορφώθηκε σε μία νέα μορφή σωματικότητας και ανθρωπότητας, ενωμένης με το Θεό, έτσι πρέπει επίσης αυτή η βρώση να είναι ένα άνοιγμα της υπάρξεως, μία δίοδος δια του Σταυρού και πρόγευση της υπάρξεως μίας νέας ζωής εν Θεώ. Γι αυτό στο τέλος του λόγου, όπου διατυπώνονται εμφατικά η Σάρκωση του Ιησού και η βρώση και η πόση του σώματος και του αίματος του Κυρίου, υπάρχει η πρόταση τὸ ἐστιν τὸ ζῳοποιοῦν͵ ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν (6, 63). Αυτό θα μας υπενθυμίσει το λόγο του Αποστόλου Παύλου: ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς ζῳοποιοῦν (Α’ Κορ. 15, 45). Εν προκειμένω η σάρκωση δε χάνει τίποτε από το ρεαλισμό της. Υπογραμμίζεται όμως η αναστάσιμη διάσταση του μυστηρίου. Μόνο διαμέσω του Σταυρού και της μεταμορφώσεως την οποία επιφέρει αυτός, μπορούμε να προσεγγίσουμε αυτό το Σώμα και να οδηγηθούμε στη διαδικασία αυτής της μεταμορφώσεως. Από αυτήν τη χριστολογική μα και κοσμική δυναμική έχει να διδαχθεί πολλά η ευχαριστιακή ευσέβεια.
Για να κατανοήσουμε το λόγο του Ιησού περί του άρτου, πρέπει να εξετάσουμε εν συντομία ένα από τους λόγους με τους οποίους κατακλείεται το Κατά Ιωάννη. Τους προφέρει ο Ιησούς κατά την Κυριακή των Βαΐων και αφορούν στην καθολική Εκκλησίας η οποία επρόκειτο να ιδρυθεί περιλαμβάνοντας Ιουδαίους και Έλληνες – όλα τα έθνη της γης –: Ἀμὴν Ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ͵ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ͵ πολὺν φέρει (Ιω. 12, 24). Σε αυτό που αποκαλούμε «άρτο» περιέχεται το μυστήριο του . Ο άρτος προϋποθέτει ότι ο σπόρος – ο του σίτου – θάφτηκε στη γη «πέθανε». Μετά από αυτήν την κάθοδο μεγάλωσε το νέο στάχυ. Ο επίγειος άρτος μπορεί να γίνει φορέας της παρουσίας του Χριστού, επειδή φέρει ο ίδιος το μυστήριο του Πάθους και ενώνει μέσα του θάνατο και Ανάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο άρτος στις θρησκείες του κόσμου αποτελούσε την αφετηρία του θανάτου και της αναστάσεως, στις οποίες ο άνθρωπος αποτύπωνε την ελπίδα του για ζωή που πηγάζει από το θάνατο.
O Καρδινάλιος Schönborn θυμάται σε αυτή τη συνάφεια τη μεταστροφή του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα C. S. Lewis. Αυτός είχε διαβάσει ένα δωδεκάτομο έργο γι αυτούς τους μύθους και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ακόμη και αυτός ο Ιησούς, ο οποίος έλαβε τον άρτο στα χέρια του λέγοντας τοῦτο ἐστι τὸ Σῶμα μου, ήταν μόνο μία περαιτέρω θεότητα και ένας βασιλιάς των σιτηρών ο οποίος δίνει τη ζωή του για τη ζωή του κόσμου. Μία ημέρα όμως άκουσε σε ένα διάλογο ένα συνειδητό άθεο να παρατηρεί ότι οι αποδείξεις για την ιστορικότητα των Ευαγγελίων είναι εκπληκτικά καλές. Του ήρθε τότε η σκέψη: Παράξενη υπόθεση. Ολόκληρη η υπόθεση του αποθνήσκοντος Θεού φαίνεται σα να είχε συμβεί μία φορά. Ναι συνέβη! Ο Ιησούς δεν είναι μύθος. Είναι άνθρωπος με σάρκα και αίμα, ευρισκόμενος πράγματι εντός της ιστορίας. Μπορούμε να ακολουθήσουμε τους δρόμους που Αυτός ακολούθησε. Μπορούμε επίσης να ακούσουμε τους λόγους του μέσω μαρτύρων. Πέθανε και αναστήθηκ.ε. Το μυστήριο του πάθους του άρτου τρόπον τινά Τον περίμενε, προεκτεινόταν σ’ Αυτόν. Οι μύθοι προσδοκούσαν Αυτόν στον οποίο το προσδοκώμενο μετατράπηκε σε .
Το ίδιο ισχύει και για τον οίνο. Και αυτός επίσης φέρει το πάθος εντός του. Έχει υποστεί πίεση προκειμένου από τα σταφύλια να προκύψει κρασί. Οι Πατέρες έχουν ερμηνεύσει περαιτέρω αυτή τη γλώσσα με τις έμμεσες δηλώσεις περί των ευχαριστιακών δώρων. Μόνο ένα παράδειγμα θα επιθυμούσα να επισυνάψω εν προκειμένω. Στην των Δώδεκα Αποστόλων (περί το 100 μ.Χ.) γίνεται προσευχή για τον άρτο ο οποίος προορίζεται για την Ευχαριστία: Ὥσπερ ἦν τοῦτο τὸ κλάσμα ἐπάνω τῶν ὀρέων καὶ συναχθὲν ἐγένετο ἕν͵ οὕτω συναχθήτω σου ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς εἰς τὴν σὴν βασιλείαν (9, 4).