ΛΟΓΙΑ-ΕΓΩ ΕΙΜΙ
Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, Ιησούς από Ναζαρέτ. Α’ Μέρος Από τη βάπτιση στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση, Αθήνα: Ψυχογιός 2007, σσ. 350. (Μτφρ Σ.Δεσπότη σε συνεργασία με άλλους συντελεστές) http://www.psichogios.gr/site/Books/ show?cid=22387
Στον Ιωάννη απαντούν επτά φράσεις- ΕΓΏ ΕΙΜΊ, κάτι που δεν είναι φυσικά τυχαίο. Εγώ ειμί ο άρτος της - το του κόσμου- η θύρα- ο καλός - η και η ζωή – ο οδός και η αλήθεια και η ζωή – η άμπελος η αληθινή. σε αυτές τις μεγαλειώδεις εικόνες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και εκείνη της του ύδιατος, όπου όμως δεν προστίθεται το εγώ ειμί, (4,14. 6,35. 7,38. πρβλ. επίσης 19,34). Οι σημαντικότερες τρεις φράσεις αυτού του είδους ευρίσκονται στον διάλογο του Ιησού. Αυτός κατακλείει λόγια που εκφωνούνται στην εορτή της Σκηνοπηγίας και ο Ιησούς αυτοπαρουσιάζεται ως η πηγή του ζωντανού νερού (7, 37). Στο λαό προκαλείται σχίσμα.
όλες αυτές οι εικονικές εκφράσεις (Bildworte) αποτελούν παραλλαγές του ίδιου θέματος, ότι δηλ. ο Ιησούς ήλθε προκειμένου οι άνθρωποι ἔχωσιν καὶ ἔχωσιν (10,10). Υπάρχει μόνο η μία δωρεά της ζωή και μόνον αυτός μπορεί αυτή να την προσφέρει γιατί σε Αυτόν είναι παρούσα η θεϊκή ζωή στην αρχέγονη μορφή και στην ανεξάντλητη … Ο άνθρωπος χρειάζεται και λαχταρά εν τέλει μόνον ένα πράγμα: τη ζωή, την πληρότητα της ζωής, την ευτυχία. Σε ένα χωρίο του Ιωάννη ο Ιησούς κατονομάζει αυτό το απλό το οποίο λαχταράμε: ἵνα ἡ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη (16,24). Αυτό το ένα, στο οποίο αφορούν πολλές ευχές και ελπίδες του ανθρώπου, εκφράζεται και στη δεύτερη ευχή του Πάτερ ημών: ελθέτω η Σου. Η βασιλεία του Θεού είναι η ζωή στην πληρότητά της, ακριβώς διότι δεν είναι ατομική ευ-τυχία, ιδιωτική , αλλά γιατί ο ερχόμενος στην τέλεια μορφή του είναι ενότητα του Θεού με αυτόν. Ο άνθρωπος εν τέλει χρειάζεται μόνον το ένα στο οποίο περιέχονται τα πάντα. Αλλά μέσω των φαινομενικών επιθυμιών και προσδοκιών πρέπει πρώτα να μάθει να κατανοεί αυτό που πραγματικά χρειάζεται και πραγματικά θέλει. Έχει ανάγκη τον . Και έτσι μπορούμε και εμείς να δούμε ότι πίσω από όλους τους εικονικούς λόγους εν τέλει βρίσκεται αυτό: ο Ιησούς μας δίνει τη διότι μας προσφέρει το Θεό. Έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό γιατί ο ίδιος είναι με το Θεό, είναι . Αυτός αποτελεί το . Αυτός είναι η ζωή. Ακριβώς αυτό το γεγονός αποκαλύπτεται στο Σταυρό ως αληθινή ύψωση.
Θα κατονομάσω τα δύο σημαντικά κείμενα που συνσιτούν το υπόβαθρο των συγκεκριμένων φράσεων. Αυτό είναι καταρχάς το Εξ. 3, 14, η σκηνή με τη βάτο, από την οποία ο Θεός προσκαλεί τον και αυτός με τη σειρά του τον ερωτά: Πώς Ως απάντηση του δίνεται το αινιγματικό όνομα , του οποίου τη σημασία διευκρινίζει ο ίδιος ο Θεός με μία επίσης αινιγματική πρόταση: Εγώ εκείνος που Είμαι. Οι ποικίλες ερμηνείες αυτής της φράσης δεν μπορούν να μας απασχολήσουν. Παραμένει όμως ότι ο Θεός προσδιορίζει τον εαυτό του απλώς ως αυτόν που . Υπάρχει αυτόχρημα (πραγματικά). Και αυτό φυσικά σημαίνει επίσης ότι αυτός είναι πάντα για τους ανθρώπους, χθες, σήμερα, αύριο.
Στη μεγάλη στιγμή της ελπίδας μιας καινούργιας στο τέλος της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας ο Δευτερο - Ησαΐας ανακαλεί το ευαγγέλιο της φλεγόμενης βάτου και το αναπτύσσει: γένεσθέ μοι μάρτυρες κἀγὼ λέγει Κύριος ὁ Θεός καὶ ὁ παῖς ὃν ἐξελεξάμην ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ ! ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος θεὸς καὶ μετ᾽ ἐμὲ οὐκ ἔσται. ἐγὼ ὁ Θεός (εβρ. ἐγώ, έγώ Γιαχβέ) καὶ οὐκ ἔστιν πάρεξ ἐμοῦ σῴζων ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ (Ησ. 43, 10κ.ε.). Η αρχαία φόρμουλα ani’ YHWH (Εγώ Γιαχβέ) συμπτύσσεται στη φράση ani’ hu’ – (Εγώ Αυτός, Εγώ ειμί). Το εγώ ειμί γίνεται σαφέστερο έστω κι αν το μυστήριο παραμένει. Στην εποχή στην οποία ο Ισραήλ ήταν χωρίς και , ο Θεός σύμφωνα με τα παραδοσιακά κριτήρια απαλάσσεται από τον ανταγωνισμό άλλων θεοτήτων αφού ένας Θεός δίχως , δεν μπορούσε να λατρευτεί διότι ακριβώς δεν ήταν . Σε αυτήν την εποχή ο Ισραήλ έμαθε να κατανοεί το όντως και του Θεού. Αυτός δεν είναι απλά ο Θεός , ο Θεός λαού και μίας , αλλά ο Θεός αυτόχρημα, ο Θεός του στον οποίο ανήκουν όλες οι χώρες, η γη και ο ουρανός. Ο Θεός που διαθέτει τα , χωρίς να χρειάζεται τη θυσιαστική λατρεία μέσω της προσφοράς μόσχων και ταύρων. Τιμάται μόνον με την επιτέλεση του . Άλλη μια φορά: ο Ισραήλ κατανόησε ότι ο Θεός ήταν αυτόχρημα, ήταν πραγματικά ο Θεός. Και έτσι ανακάλυψε εκ νέου τη σημασία του εγώ ειμί της φλεγόμενης βάτου. Αυτός ο Θεός είναι απλός. Συστήνεται με τη φράση εγώ ειμί ως εκείνος ο οποίος είναι/ στη μοναδικότητά του. Αυτό είναι από τη μία μεριά οριοθέτηση από τις πολλές θεότητες που υπήρχαν αλλά πάνω από όλα θετικά η εμφάνιση της απερίγραπτης μονότητας και .
Όταν ο Ιησούς αναφέρει , τότε συσχετίζει αυτή την ιστορία με τον του. Καταδεικνύει τη μοναδικότητά του. Σε αυτόν είναι προσωπικά παρόν το μυστήριο του ενός Θεού. Εγώ και ο Πατέρας είμαστε τόνισε δικαίως ότι ο Ιησούς.το εγώ ειμί δεν προβάλλει στον Εγώ του Πατέρα, αλλά παραπέμπει σε Αυτόν τον Ίδιο . Πρόκειται για το του Πατρός και του Υιού. Επειδή αυτός είναι ο Υιός, του επιτρέπεται να λάβει στα χείλη την του Πατέρα: ὁ ἐμὲ ἑώρακεν τὸν Πατέρα• πῶς σὺ λέγεις• δεῖξον ἡμῖν τὸν Πατέρα; (14, 9). Επειδή ακριβώς έτσι είναι, μπορεί να αναφέρει στα χείλη του τον αποκαλυπτικό λόγο του Πατέρα Του. ο Ιησούς με όλη την ύπαρξή του ζει σε , σε με τον Πατέρα. Από αυτή τη σχέση αιτιολογείται ο τύπος-η διατύπωση εγώ ειμί της φλεγόμενης και του Ησαΐα, ο οποίος (τύπος) βρίσκεται απολύτως ριζωμένος στη σχέση μεταξύ Πατέρα και Υιού.
Έτσι απαντώντας στην ερώτηση των Ιουδαίων –και της δικής μας απορίας- Σὺ τίς εἶ; (Ιω. 8, 25) ο Ιησούς παραπέμπει καταρχήν σε Αυτόν που τον απέστειλε και από εκεί ομιλεί εντός του κόσμου. Επαναλαμβάνει άλλη μια φορά τον αποκλαυπτικό τύπο εγώ ειμί, το οποίο τώρα προεκτείνει στα μέλλοντα να συμβούν: ὅταν τὸν Υἱὸν τοῦ Ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ , καὶ ἀπ᾽ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέν με ὁ ταῦτα λαλῶ (στ. 28). Στο γίνεται κατανοητή η υιότητά του, η ενότητά του με τον Πατέρα. Ο Σταυρός αποτελεί το πραγματικό . Συνιστά το μεγαλείο της μέχρις . Στο Σταυρό ο Ιησούς βρίσκεται στο ύψος του , που είναι η αγάπη. Εκεί μπορεί κανείς να τον κατανοήσει ως . Τελικά η φλεγόμενη βάτος είναι ο . Η μεγαλύτερη αποκαλυπτική αξίωση, το εγώ ειμί και ο Σταυρός του Ιησού είναι αδιαχώριστα. Εδώ δεν παρατίθενται θεωρίες, αλλά καταδεικνύεται η πραγματικότητα του Θεού στο της Ιστορίας για χάρη μας.
Στον αντίλογο των Ιουδαίων ότι δε θα μπορούσε να έχει δει τον , έπεται η απάντηση: ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγὼ εἰμί (8, 58). Εγώ ειμί: πάλι απαντάμε το μυστηριώδες απόλυτο εγώ ειμί αλλά αυτή τη φορά σε παραλληλισμό προς το αξίωμα του Αβραάμ. Ο κόσμος της έλευσης και της παρέλευσης, ο κόσμος του και του παρέρχεσθαι στέκεται απέναντι στο εγώ ειμί του Ιησού. Εδώ δεν πρόκειται για μία κατηγορία , αλλά για μία θεμελιώδη διαφορά όσον αφορά στην ουσία. Καθαρά διατυπώνεται η αξίωση του Ιησού σε μία μοναδική κατηγορία ύπαρξης που υπερβαίνει τις ανθρώπινες κατηγορίες.